πλούτου π

  • 81Σέσκλο — I Νεολιθικός οικισμός, 15 χλμ. Δ του Βόλου, στον οποίο αναπτύχθηκε κατά την 5η χιλιετία ο πρώτος νεολιθικός πολιτισμός που έγινε γνωστός στην Ελλάδα και ένας από τους πρώτους στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Το όνομά του οφείλεται στο σύγχρονο μικρό… …

    Dictionary of Greek

  • 82Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …

    Dictionary of Greek

  • 83Σύβαρις — Αρχαία αποικία της Μεγάλης Ελλάδας, που ίδρυσαν τον 8o αι. π.Χ. στη δυτική ακτή του κόλπου του Τάραντα οι Αχαιοί της Πελοποννήσου. Η πόλη βρισκόταν σε απόσταση 3,5 χλμ. από τις σημερινές εκβολές του ποταμού Σύβαρη, όπου εντοπίστηκε από τις… …

    Dictionary of Greek

  • 84ακασκαίος — ἀκασκαῑος, αία, ον (Α) [ἄκασκα] ήσυχος (ή σύμφωνα με άλλη ερμηνεία), καταστόλιστος «ἀκασκαῑόν τ ἄγαλμα πλούτου» (Αισχύλ. Αγ. 741) …

    Dictionary of Greek

  • 85ακρόπολη — Οχυρή θέση, συνήθως ύψωμα (λόφος), που στην Ελλάδα και την ηπειρωτική και τα νησιά αλλά και στη δυτική Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, από τους πανάρχαιους χρόνους, το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι των γύρω συνοικισμών ως καταφύγιο σε …

    Dictionary of Greek

  • 86αμαλθείον — ἀμαλθεῑον, το [Ἀμάλθεια] το κέρας τής Αμαλθείας, σύμβολο πλούτου και αφθονίας «ἀδειάζει επὶ τὰς ὄχθας τοῡ κλεινού Ταμησοῡ καὶ δύναμιν καὶ δόξαν καὶ πλοῡτον ἀναρίθμητον τό ἀμαλθεῑον» (Κάλβου, Ο Φιλόπατρις) …

    Dictionary of Greek

  • 87αμφιθέατρο — Οικοδόμημα για θεάματα, τυπικό της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής. Βασικά αποτελείται από μια ελλειπτική κονίστρα, την αρένα (ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν στρωμένη με άμμο και στα λατινικά, arena σημαίνει άμμος), γύρω από την οποία βρίσκονται σε κλιμακωτή …

    Dictionary of Greek

  • 88απαιδευσία — η (AM ἀπαιδευσία) έλλειψη παίδευσης, αμορφωσιά αρχ. 1. αμάθεια, άγνοια, χωριατιά 2. απειρία, ανικανότητα («άπαιδευσία πλούτου» ανικανότητα στη διαχείριση χρημάτων, Αριστοτ.) 3. έλλειψη άσκησης («ἀπαιδευσίᾳ ὀργῆς» από έλλειψη άσκησης στη… …

    Dictionary of Greek

  • 89απασχόληση — Όρος που στην οικονομική γλώσσα σημαίνει την κατάσταση στην oποία βρίσκονται οι συντελεστές παραγωγής που έχουν ενταχθεί στην παραγωγική διαδικασία. Ειδικότερα, με τον όρο α. νοείται η μορφή χρησιμοποίησης των εργατικών δυνάμεων σε οικονομικές… …

    Dictionary of Greek

  • 90απολυταρχία — Πολιτικό σύστημα στο οποίο ο ανώτατος άρχοντας συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες και τις ασκεί χωρίς κανέναν περιορισμό. Η θεωρία ότι o μονάρχης αντλεί την εξουσία του από τον Θεό και ότι είναι συνεπώς ανεξέλεγκτος εκπρόσωπός του στη Γη, εμφανίζεται …

    Dictionary of Greek