πλοκεύς
1πλοκεύς — plaiter masc nom sg …
2πλοκεῖς — πλοκεύς plaiter masc acc pl πλοκεύς plaiter masc nom/voc pl (parad form) …
3πλοκῆς — πλοκεύς plaiter masc nom pl πλοκεύς plaiter masc nom/voc pl πλοκή twining fem gen sg (attic epic ionic) …
4πλοκῆι — πλοκεύς plaiter masc dat sg (epic ionic) πλοκῇ , πλοκή twining fem dat sg (attic epic ionic) …
5πλοκέες — πλοκεύς plaiter masc nom/voc pl (epic ionic) …
6πλοκέας — ο / πλοκεύς, έως, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. γένος μικρόσωμων στρουθιόμορφων εντομοφάγων πτηνών τής οικογένειας τών πλοκεϊδών, που μοιάζουν με σπίνους και χαρακτηρίζονται για την κυπελλόμορφη σαν φλασκί φωλιά τους η οποία είναι πλεγμένη με κλαδιά και άλλα… …
7πλοκῇ — πλοκῆι , πλοκεύς plaiter masc dat sg (epic ionic) πλοκή twining fem dat sg (attic epic ionic) …