πλοκή
1πλοκή — twining fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2πλοκή — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πλέκω, πλέξιμο. 2. μτφ., διάρθρωση, δομή λογοτεχνικού έργου: Η πλοκή του έργου ήταν καταπληχτική …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3πλοκῇ — πλοκῆι , πλοκεύς plaiter masc dat sg (epic ionic) πλοκή twining fem dat sg (attic epic ionic) …
4πλοκή — η, ΝΑ 1. πλέξιμο 2. μτφ. τρόπος με τον οποίο διαρθρώνονται και συνδέονται γεγονότα και επεισόδια λογοτεχνικού κειμένου, τραγωδίας ή δράματος, το δέσιμο τού μύθου, η εξέλιξη τής δράσης νεοελλ. (βυζ. μουσ.) κανόνας μελοποιίας που συνίσταται στην… …
5πλοκαῖς — πλοκή twining fem dat pl …
6πλοκαί — πλοκή twining fem nom/voc pl …
7πλοκήν — πλοκή twining fem acc sg (attic epic ionic) …
8πλοκῶν — πλοκή twining fem gen pl …
9πλέκω — (I) ΝΜΑ, διαλ. τ. πλέγω και πλέχω Ν 1. κατασκευάζω πλέγματα συστρέφοντας ή περνώντας το ένα μέσα από το άλλο κλαδιά, σχοινιά, καλάμια, νήματα ή άλλο υλικό (α. «πλεγμένα με τα φύλλα τού μυστικού Ελικώνος», Κάλβ. β. «πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν… …
10αναγνώριση — I (Λογ.). Λογοτεχνικό εύρημα, που συνήθως αποτελεί ισχυρό στοιχείο στην πλοκή ορισμένων μύθων και συναντάται συχνά στην πεζογραφία, την ποίηση και τον θεατρικό λόγο. Ειδικότερα, ο όρος αναφέρεται σε ανθρώπους που –αν και συνδέονται με ισχυρούς… …