πλοι-άριον
1ηθμάριον — ἠθμάριον, τὸ (Α) (στον Ησύχ.) υποκορ. τού ηθμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθμός, ο «φίλτρο» + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. βιβλι άριον, πλοι άριον] …
2κρητάριον — κρητάριον, τὸ (AM) μικρό τεμάχιο κιμωλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρήτη «κιμωλία» + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. βιβλι άριον, πλοι άριον)] …
3φερνάριον — τὸ, Α υποκορ. μικρή, ασήμαντη προίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φερνή «προίκα» + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. θηκ άριον, πλοι άριον)] …
4πωλάριον — τὸ, Α (υποκορ. τού πώλος) το πουλάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῶλος «πουλάρι» + υποκορ. κατάλ. άριο(ν)* (πρβλ. πλοι άριον)] …