-
1 πλοίο
[плио] ουσ. о. судно, корабльΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πλοίο
-
2 корабль
корабль м το πλοίο, το καράβι военный \корабль το πολεμικό πλοίο* * *мτο πλοίο, το καράβιвое́нный кора́бль — το πολεμικό πλοίο
-
3 корабль
-α α. καράβι, πλοίο•линейный - βλ. линкор военный корабль πολεμικό πλοίο•
купеческий корабль εμπορικό πλοίο•
садиться на корабль επιβιβάζομαι στο πλοίο.
|| νάρθηκας εκκλησίας.εκφρ.воздушный корабль – αερόπλοιο, αεροσκάφος•сжигать (сжечь) свои -и – καίω την κάπα μου η το το καλύβι μου (βλάπτω τον ίδιο τον εαυτό μου). -
4 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
5 корабль
корабл||ьм1. τό πλοΐο[ν], τό σκάφος, τό ἀτμόπλοιο[ν], τό βαπόρι/ τό ἰστιοφό-ρον (парусное судно):военный \корабль τό πολεμικό πλοίο· линейный \корабль см. линкор· флагманский \корабль ἡ ναυαρχίδα [-ίς]· садиться на \корабль μπαρκάρω, ἐπιβιβάζομαι, μπαίνω στό πλοίο·2. архит. ὁ νάρθηξ· ◊ сжечь свой \корабльй τά παίζω ὅλα γιά ὀλα -
6 ошвартовать
-туго, -туешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ошвартованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ. (ναυτ.) προσδένω πλοίο (στην ξηρά ή σε άλλο πλοίο).(για-πλοίο) προσδένομαι. -
7 баржевоз
το πλοίο μεταφοράς φορτηγίδων, το πλοίο τύπου LASH.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > баржевоз
-
8 валкий
(о корабле) ευκόλως εγκλίνον (πλοίο), ασταθές (πλοίο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > валкий
-
9 дизель-электроход
το ηλεκτροκίνητο πλοίο, το πλοίο με πρόωση από ηλεκτρικούς (ντιζελο)κινητή ρες.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дизель-электроход
-
10 трамп
(мор) το αναύλωτο εμπορικό πλοίο, το πλοίο ευκαιριακών ναυλώσεων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трамп
-
11 чартер
(договор ο фрахтовании судна) η ναύλωση (του πλοίου)το ναυλοσύμφωνοсдавать судно в наём по - у δίνω/καταχωρίζω το πλοίο/σκάφος προς/για -бэрбоут - «γυμνού» (χωρίς εξαρτισμό) πλοίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > чартер
-
12 электроход
мор. 1. (дизельный) το ντι-ζελοηλεκτροκίνητο πλοίο 2. (турбинный) το στροβιλοηλεκτροκίνητο πλοίο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > электроход
-
13 борт
борт м η πλευρά (πλοίου) на \борту στο πλοίο" за \бортом στη θάλασσα* * *мη πλευρά (πλοίου)на борту́ — στο πλοίο
за борто́м — στη θάλασσα
-
14 пересадка
пересадка ж 1) η αλλαγή (μεταφορικού μέσου)· сделать \пересадка у αλλάζω (τρένο, πλοίο κτλ.) 2) мед. η μεταμόσχευση* * *ж1) η αλλαγή (μεταφορικού μέσου)сде́лать переса́дку — αλλάζω (τρένο, πλοίο κτλ.)
2) мед. η μεταμόσχευση -
15 пересесть
пересесть 1) αλλάζω θέση 2) (на транспорте) αλλάζω ( τρένο, πλοίο κτλ.)* * *1) αλλάζω θέση2) ( на транспорте) αλλάζω (τρένο, πλοίο κτλ.) -
16 плавать
плавать 1) см. плыть; не уметь \плавать δεν ξέρω κολύμπι 2) (держаться на воде) πλέω, επιπλέω 3) (путешествовать) ταξιδεύω ( με πλοίο)* * *1) см. плытьне уме́ть пла́вать — δεν ξέρω κολύμπι
2) ( держаться на воде) πλέω, επιπλέω3) ( путешествовать) ταξιδεύω (με πλοίο) -
17 подводный
подводный υποβρύχιος, υποβρυχιακός· \подводныйая лодка το υποβρύχιο· судно на \подводныйых крыльях το πλοίο με υποβρύχια πτερύγια* * *υποβρύχιος, υποβρυχιακόςподво́дная ло́дка — το υποβρύχιο
су́дно на подво́дных кры́льях — το πλοίο με υποβρύχια πτερύγια
-
18 судно
судно с το σκάφος, το πλοίο; китобойное \судно το φαλαινοθηρικό; парусное \судно το ιστιοφόρο; нефтеналивное \судно το πετρελαιοφόρο; спасательное — το ναυαγοσωστικό* * *сτο σκάφος, το πλοίοкитобо́йное су́дно — το φαλαινοθηρικό
па́русное су́дно — το ιστιοφόρο
нефтеналивно́е су́дно — το πετρελαιοφόρο
спаса́тельное су́дно — το ναυαγοσωστικό
-
19 теплоход
-
20 фрахтовать
См. также в других словарях:
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
πλοίο — το καράβι, πλεούμενο μεγάλου σχετικά εκτοπίσματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιπτάμενο πλοίο — Σκάφος του οποίου η καρίνα ανυψώνεται κατά τον πλου από το νερό, εξαιτίας υδροδυναμικού φαινομένου, το οποίο οφείλεται σε ένα είδος επιπέδων, που μοιάζουν με πτερύγια και μένουν κατά ένα μέρος βυθισμένα στο νερό. Το ι.π. μπορεί να αναπτύξει… … Dictionary of Greek
παγοθραυστικό — Πλοίο ειδικά κατασκευασμένο να πλέει σε παγωμένη θάλασσα για να διατηρεί τους δρόμους ναυσιπλοΐας, που συνήθως παγώνουν, ανοιχτούς. Το πλοίο αυτό προορίζεται να σπάει τον επιφανειακό πάγο, ώστε να ανοίγει τον δρόμο στα κοινά πλοία. Πολλές φορές… … Dictionary of Greek
δρόμων — Πλοίο με κουπιά και ιστία που χρησιμοποίησε το βυζαντινό ναυτικό κυρίως για στρατιωτικούς σκοπούς. Οι δ., που κατά τον 6o αι. αποτελούσαν τον βασικό πυρήνα του στόλου του Ναρσή και του Βελισάριου, ήταν πλοία πιο γρήγορα και με περισσότερες… … Dictionary of Greek
ευστάθεια — Στη ναυτική ορολογία είναι η ικανότητα ενός πλωτού μέσου ή σώματος που έχει καταδυθεί να επανέρχεται στην κανονική θέση ισορροπίας του όταν απομακρυνθεί από αυτή για μια οποιαδήποτε αιτία, όπως, για παράδειγμα, τα κύματα, οι μεταβολές και… … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
Ανταρκτική — Επιστημονική ονομασία της ηπειρωτικής περιοχής που είναι γνωστή κυρίως ως Νότιος Πόλος. Εκτείνεται γύρω από τον Νότιο Πόλο, βρίσκεται ολόκληρη Ν του Νότιου Πολικού Κύκλου και περιβάλλεται από τα νότια τμήματα του Ειρηνικού, του Ινδικού και του… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
πλοίαρχος — Επαγγελματικός χαρακτηρισμός του κυβερνήτη εμπορικού πλοίου. (Στο Πολεμικό Ναυτικό ενδεικτικό βαθμού). Στην κοινή ναυτική γλώσσα ονομάζεται καπετάνιος και σύμφωνα με τον κώδικα της ναυσιπλοΐας κυβερνήτης. Ο επαγγελματικός τίτλος που δίνει… … Dictionary of Greek
πλόιμος — η, ο / πλόϊμος, ον, ΝΜΑ, και πλώιμος / πλώϊμος, ΝΑ [πλόος/πλους] νεοελλ. αυτός που είναι κατάλληλος ή ευνοϊκός για ταξίδι με πλοίο νεοελλ. αρχ. (για ποτάμι) αυτός που μπορεί να τόν διαπλεύσει κανείς με πλοίο, πλωτός μσν. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek