πλινθο-ποιΐα

  • 1πυργοποιΐα — ἡ, ΜΑ κατασκευή πύργου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + ποιΐα (< ποιός*), πρβλ. πλινθο ποιΐα] …

    Dictionary of Greek