πλινθεῖον
1πλινθεῖον — brickworks neut nom/voc/acc sg …
2πλινθεῖα — πλινθεῖον brickworks neut nom/voc/acc pl …
3πλινθείου — πλινθεῖον brickworks neut gen sg …
4πλινθείῳ — πλινθεῖον brickworks neut dat sg …
5πλινθήιον — τὸ, Α βλ. πλινθείον …
6πλινθείο — το / πλινθεῑον, και ποιητ. τ. πλινθήϊον, ΝΑ [πλινθεύω] εργαστήριο κατασκευής πλίνθων, πλινθοποιείο αρχ. 1. βάση στήλης ή αγάλματος 2. οικοδομικό τετράγωνο 3. τετραγωνικό σχέδιο γαιών 4. πλαίσιο παραθύρου 5. (μόνο ο ποιητ. τ. πλινθήϊον) μέρος τού… …