πλησμονή
1πλησμονῇ — πλησμονή a being filled fem dat sg (attic epic ionic) …
2πλησμονή — a being filled fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3πλησμονή — η, ΝΜΑ 1. (σχετικά με τροφή) κορεσμός, χόρτασμα 2. αφθονία, πληθώρα, πολύ μεγάλη ποσότητα («υπήρξε πλησμονή σφαγίων το Πάσχα στην αγορά») αρχ. τέλεια πλήρωση, γέμισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. πλησ τού πίμ πλ ημι* (πρβλ. αόρ. ἔ… …
4πλησμονή — η 1. πλήθος, αφθονία. 2. κορεσμός, χορτασμός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5πλησμοναῖς — πλησμονή a being filled fem dat pl …
6πλησμοναί — πλησμονή a being filled fem nom/voc pl …
7πλησμονᾶς — πλησμονή a being filled fem gen sg (doric aeolic) …
8πλησμονῆς — πλησμονή a being filled fem gen sg (attic epic ionic) …
9πλησμονῇσι — πλησμονή a being filled fem dat pl (epic ionic) …
10πλησμονῇσιν — πλησμονή a being filled fem dat pl (epic ionic) …