πλησιάζω

  • 111πλησιάσαι — πλησιά̱σᾱͅ , πλησιάζω bring near fut part act fem dat sg (doric) πλησιάζω bring near aor inf act πλησιάσαῑ , πλησιάζω bring near aor opt act 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 112πλησιάσας — πλησιά̱σᾱς , πλησιάζω bring near fut part act fem acc pl (doric) πλησιά̱σᾱς , πλησιάζω bring near fut part act fem gen sg (doric) πλησιάσᾱς , πλησιάζω bring near aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 113πλησιάσει — πλησίασις fem nom/voc/acc dual (attic epic) πλησιάσεϊ , πλησίασις fem dat sg (epic) πλησίασις fem dat sg (attic ionic) πλησιάζω bring near aor subj act 3rd sg (epic) πλησιάζω bring near fut ind mid 2nd sg πλησιάζω bring near fut ind act 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 114πλησιάσῃ — πλησιάσηι , πλησίασις fem dat sg (epic) πλησιάζω bring near aor subj mid 2nd sg πλησιάζω bring near aor subj act 3rd sg πλησιάζω bring near fut ind mid 2nd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 115προσπλησιάσει — πρόσ πλησιάζω bring near aor subj act 3rd sg (epic) πρόσ πλησιάζω bring near fut ind mid 2nd sg πρόσ πλησιάζω bring near fut ind act 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 116έπειμι — (I) ἔπειμι (Α) [ειμί] 1. είμαι, βρίσκομαι πάνω από κάποιον («κάρη ὤμοισιν ἐπείη», Ομ. Ιλ.) 2. (για ονόματα) είμαι, υπάρχω πάνω σε κάτι, προσυπάρχω («οὐκ ἔπεστι ἐπωνυμίη Περσέι», Ηρόδ.) 3. (για αμοιβές, ποινές) επακολουθώ («εἰ δ ἔπεστι νέμεσις»,… …

    Dictionary of Greek

  • 117δάδα — η (Α δαΐς, δαΐδος και αττ. δᾴς, δαδός) 1. δαυλός από δαδί 2. πυρσός, λαμπάδα νεοελλ. 1. σχίζα κλαδιού από δέντρο που έχει ρετσίνι (συνήθ. πεύκο), το δαδί 2. κάθε μέσο που μεταδίδει φως ή φωτιά 3. φωτιστικό πυροτέχνημα 4. κάθε μέσο φωτισμού ή… …

    Dictionary of Greek

  • 118επέρχομαι — (AM ἐπέρχομαι) 1. επιτίθεμαι εναντίον κάποιου 2. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι ξαφνικά 3. ακολουθώ, διαδέχομαι 4. (μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οι επερχόμενοι, ες, a (AM ἐπερχόμενοι, αι, α) αυτοί που έρχονται ύστερα από μάς, οι μεταγενέστεροι μσν. νεοελλ. 1 …

    Dictionary of Greek

  • 119επιστείχω — ἐπιστείχω (Α) πλησιάζω («ἐπιστείχειν νᾱσον», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στείχω «πορεύομαι, πλησιάζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 120εφικνούμαι — ἐφικνοῡμαι και ιων. τ. ἐπικνοῡμαι, έομαι (Α) 1. (για δύο αντίπαλους μαχητές) φθάνω κοντά σε κάποιον, πλησιάζω 2. φθάνω 3. εκτείνομαι, απλώνομαι, φθάνω σε κάτι 4. επαρκώ, φθάνω 5. επεκτείνομαι 6. πλησιάζω, προσεγγίζω 7. γίνομαι κάτοχος ενός… …

    Dictionary of Greek