πλησί-μοχθος

  • 1κοπρόμοχθος — κοπρόμοχθος, ον (Μ) (για σκαθάρια) αυτός που μοχθεί, που εργάζεται στην κοπριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + μοχθος (< μόχθος), πρβλ. επί μοχθος, πλησί μοχθος] …

    Dictionary of Greek

  • 2τρυσίμοχθος — ον, Α αυτός που ταλαιπωρείται από μόχθο. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < τρυσι (< τρύω «καταπονώ, βασανίζω») + μοχθος (< μόχθος), πρβλ. πλησί μοχθος, τλησί μοχθος] …

    Dictionary of Greek