πλησίστιος
1πλησίστιος — filling masc/fem nom sg …
2πλησίστιος — ια, ιο / πλησίστιος, ιον, ΝΑ 1. (για πλοίο) αυτός που πλέει με γεμάτα τα ιστία, με φουσκωμένα τα πανιά 2. μτφ. αυτός που πλέει με όλη την ταχύτητα, ολοταχώς και κατευθείαν, αυτός που φέρεται ακράτητος προς μία κατάσταση («φέρονται πλησίστιοι προς …
3πλησίστιος — α, ο για πλοία 1. αυτός που έχει φουσκωμένα τα πανιά. 2. που τρέχει γρήγορα, ολοταχώς: Πλησίστια τα ιστιοφόρα τραβούν για το λιμάνι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4πλησίστιον — πλησίστιος filling masc/fem acc sg πλησίστιος filling neut nom/voc/acc sg …
5πλησιστίοισι — πλησίστιος filling masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
6πλησιστίου — πλησίστιος filling masc/fem/neut gen sg …
7πλησιστίων — πλησίστιος filling masc/fem/neut gen pl …
8πλησιστίῳ — πλησίστιος filling masc/fem/neut dat sg …
9πλησίστιοι — πλησίστιος filling masc/fem nom/voc pl …