-
1 πλησίον
[плисион] επίρ. близко, возле, около.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πλησίον
-
2 ближний
-яя, -ее επ.1. βλ. близкий (1 σημ.)ο εγγύς, ο πλησίον•ближний восток η Εγγύς Ανατολή.
2. παλ. στενός, πλησιέστερος•-яя родня οι στενοί συγγενείς.
3. ως ουσ. ο συνάνθρωπος•любите -его αγαπάτε τον πλησίον•
помогать -им βοηθώ τον πλησίον.
-
3 ближе
ближе 1. (сравн. ст. от близкий) πιο κοντινός 2. (сравн, cm. от близко) πιο κοντά, πιο πλησίον, πιο σιμά* * *1. сравн. ст. от близкий 2. сравн. ст. от близкоπιο κοντά, πιο πλησίον, πιο σιμά -
4 близко
близко πλησίον, κοντά, σι μά мы \близко знакомы γνωριζό μεθα από κοντά* * *πλησίον, κοντά, σιμάмы бли́зко знако́мы — γνωριζόμεθα από κοντά
-
5 вплотную
-
6 недалеко
недалеко κοντά, πλησίον, σιμά; это \недалеко? είναι μακριά; это совсем \недалеко είναι πολύ κοντά* * *κοντά, πλησίον, σιμάэ́то недалеко́? — είναι μακριά
э́то совсе́м недалеко́ — είναι πολύ κοντά
-
7 под
под (подо ) 1) (ниже) κάτω από· \под столом κάτω από το τραπέζι 2) (вблизи) πλησίον κοντά σε· \под Москвой κοντά στη Μόσχα 3) (о времени) προς, κατά· \под вечер κατά το Βράδυ- \под конец στο τέλος·◇ \под мрамор σε μάρμαρο* \под аккомпанемент гитары με τη συνοδεία κιθάρας· \под влиянием κάτω από την επιρροή (или επίδραση)* * *1) ( ниже) κάτω απόпод столо́м — κάτω από το τραπέζι
2) ( вблизи) πλησίον κοντά σεпод Москво́й — κοντά στη Μόσχα
3) ( о времени) προς, κατάпод ве́чер — κατά το βράδυ
под коне́ц — στο τέλος
••под мра́мор — σε μάρμαρο
под аккомпанеме́нт гита́ры — με τη συνοδεία κιθάρας
под влия́нием — κάτω από την επιρροή ( или επίδραση)
-
8 при
при 1) κοντά, πλάι, πλησίον при входе ( κοντά) στην είσοδο 2) (в присутствии) μπροστά, ενώπιον при посторонних μπροστά στους ξένους ◇ не иметь при себе чего-л. δεν έχω επάνω (или μαζί) μου κάτι* при случае με την ευκαιρία прибавить, прибавлять προσθέτω* * *1) κοντά, πλάι, πλησίονпри вхо́де — (κοντά) στην είσοδο
2) ( в присутствии) μπροστά, ενώπιονпри посторо́нних — μπροστά στους ξένους
••не име́ть при себе чего́-л. — δεν έχω επάνω ( или μαζί) μου κάτι
при слу́чае — με την ευκαιρία
-
9 близко
близконареч1. πλησίον, ἐγγύς, σιμά, κοντά:быть \близко εἶμαι πλησίον, εἶμαι κοντά;2. (хорошо, вполне) στενά [-ῶς], ἀπό κοντά:\близко познакомиться γνωρίζομαι ἀπό κοντά; ◊ до города \близко ἡ πόλη εἶναι κοντά. -
10 около
около1. предлог с род. п. (возле) κοντά, σιμά, πλησίον2. предлог с род. п. (приблизительно) περίπου, σχεδόν, ἀπάνω κάτω:мы шли \около часа περπατούσαμε περίπου μιάν ῶρα· ему́ \около тридцати лет εἶναι περίπου τριάντα χρονών3. нареч (вокруг, близко) κοντά, πλησίον, σιμά· ◊ ходить вокруг да \около τά κλωθογυρίζω, μιλώ μέ περιστροφές. -
11 под
под Iпредлог Α. с вин. и твор. п.1. (при обозначении места) κάτω ἀπό, ὑπό, ἀποκάτω:\под водой κάτω ἀπό τήν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ· \под столом ἀποκάτω ἀπό τό τραπέζι, ὑπό τήν τράπεζαν спрятаться \под навес κρύβομαι κάτω ἀπό τό ὑπόστεγο· \под тенью деревьев στον ίσκιο τῶν δένδρων, ὑπό τήν σκιάν τῶν δένδρων2. (при обозначении непосредственной близости-\подвозле, вблизи) κοντά, πλησίον, παρά:жить \под Москвой ζῶ κοντά στή Μόσχα, ζῶ πλησίον τῆς Μόσχας· поехать отдыхать \подКйев πηγαίνω γιά ἀνάπαυση κοντά στό Κίεβο· \под Афинами κοντά στήν 'Αθήνα·3. перен κάτω ἀπό, ὑπό:\под командой ὑπό τήν διοίκησιν \под знаменем Ленина κάτω ἀπό τήν σημασία τοῦ Λένιν \под ружьем ὑπό τά ὀπλα· \под огнем ὑπό τό πῦρ· \под арестом ὑπό κράτησιν отдать \под суд παραπέμπω στό δικαστήριο· \под чыо-л. ответственность ὑπ' εὐθύνην κάποιου· Б. с вин. п.1. (при обозначении времени \под непосредственно перед) προς, κατά / τήν παραμονή[ν] (накануне):\под вечер τό δειλινό· \под утро τά χαράματα· \под конец дня προς τό τέλος τῆς ήμέρας· \под конец месяца προς τό τέλος (τά τέλη) τοῦ μηνός· \под Новый год στίς παραμονές τής πρωτοχρονιάς, στίς παραμονές τοῦ Νέου ἐτους·2. (в сопровождении) ὑπό, μέ:\под аккомпанемент μέ συνοδεία, μέ τό ἀκομπανιαμέντο· \под диктовку καθ' ὑπαγόρευση··3. (наподобие) κατ' ἀπομίμησιν:это сделано \под мрамор εἶναι καμωμένο κατ' ἀπομίμησιν τοῦ μαρμάρου, εἶναι καμωμένο σάν μάρμαρο·4. (при указании на назначение предмета \под для) διά, γιά:помещение \под контору (школу) οίκημα γιά γραφείο (γιά σχολείο)· В. с твор. п. (при указании причины \под в результате) ὑπό, κάτω ἀπό:\под действием тепла ὑπό τήν ἐπίδρασιν τής θερμότητος· ◊ ему́ \под сорок κοντεύει τά σαράντα· быть \под вопросом εἶναι ζήτημα ἄν, εἶναι ἀμφίβολο[ν]· под носом у кого́-л. μπροστά στήν μύτη κάποιου· \под видом, \под предлогом ὑπό τό πρόσχημα, μέ τήν πρόφαση· под руку (идти) ἀγκαζέ.под IIм (печи) ὁ πάτος τής σόμπας. -
12 под
под 1-а α.βυθός, πάτος φούρνου, θερμάστρας.под 2κ. подо (πρόθεση).I.Με αιτ. (για κίνηση, κατεύθυνση αντικειμένου προσώπου κλπ.).1. με σημ. τοπική αποκάτω, κάτω απο, υπό•поставить чемодан под кровать βάζω τη βαλίτσα κάτω από το κρεβάτι•
ходить под дождь βαδίζωμε βροχή.
2. (για κατάσταση)• με τα ρ. взять, отдать, попасть κ.τ.τ. υπό, στον, στην κλπ.• взять под контроль παίρνω κάτω από τον έλεγχο•он попал под машину τον πάτησε το αυτοκίνητο•
под арест υπό κράτηση•
под угрозу υπο ή με την απειλή•
отдать под суд δίνω στο δικαστήριο•
отдать под власть παραδίνω στην εξουσία.
3. (για τόπο, χώρο)• κίνηση προς κάτι• πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•перевести семью под Афины μεταφέρω την οικογένεια κοντά στην Αθήνα.
4. (με σημ. χρονική) κοντά, σιμά, κατά την προηγούμενη, την παραμονή•под воскреснье κατά την Κυριακή•
под праздник κοντά τη γιορτή•
под рождество κοντά τα Χριστούγεννά•
под новый год την παραμονή της Πρωτοχρονιάς•
-вечер κατά το βράδυ•
под утро κατά το πρωί•
ему под сорок лет αυτός πλησιάζει τα σαράντα (χρόνια).
5. (για ήχο) με, υπό με τη συνοδεία•под шум κάτω από τον θόρυβο•
под аплодисменты κάτω από τα χειροκροτήματα•
петь под гитару τραγουδώ με συνοδεία κιθάρας.
6. (προορισμό)• για•бутылка под молоко μποκάλι για γάλα•
склад под овощи αποθήκη λαχανικών.
7. σαν, εν είδη, με μορφή, κατ απομίμηση•под орех απομίμηση κάρυνου ξύλου (χρώματος)•
под мрамор κατ απομίμηση μάρμαρου.
|| (για όργανο, εργαλείο)• με•остричь под машинку κουρεύω με τη μηχανή.
8. με, επί•выдать под расписку δίνω με υπογραφή•
под честное слово με λόγο τιμής.
II.Με οργν. (για αντικείμενα, πρόσωπα κλπ.).1. κάτω απο•стоять под навесом στέκομαι κάτω από το υπόστεγο•
сидть под деревом κάθομαι κάτω από το δέντρο•
под небесным сводом κάτω από τον ουράνιο θόλο (στο ύπαιθρο).
|| (για επίδραση) κάτω απο•под огнм противника κάτω από τα πυρά του εχθρού.
2. (για κατάσταση, εκτέλεση)•под руководством партии κάτω από την καθοδήγηση τουκόμματος•
под турецким игом κάτω από τον τούρκικο ζυγό.
|| με•под замком με κλειδωνιά•
под ключом με το κλειδί.
3. (αιτία) λόγω, ένεκα με τη συνέπεια υπό•под действием тепла με την επίδραση της θερμότητας•
под тяжестью λόγω της βαρύτητας.
4. (για ευρισκόνα πράγματα, πρόσωπα κλπ.) πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•жить - Афинами ζω κοντά στην Αθήνα•
битва под Москвой η μάχη κοντά στη Μόσχα.
5. (προορισμό)• για•банка под вареньем βάζο για γλυκό•
склад под овощами αποθήκη λαχανικών•
поле под клевером το τριφυλλοχώραιφο.
6. με, υπό•судно под греческим флагом σκάφος με ελληνική σημαία•
под псевдонимом με το ψευδώνυμο•
под именем με το όνομα•
под названием με την ονομασία.
|| με•под соусом με σάλτσα.
|| με τα ρ. понимать, подразумевать κλπ. με•я хочу знать что вы понимаете под этими словами θέλω να μάθω, τι εννοείτε με αυτές τις λέξεις.
-
13 зольник
1. (поддувало) η τεφροδόχος 2. кож. το ασβεστούχο υγρό. свежий - φρέσκο -, νωπό - 3. (ёмкость) η λεκάνη ασβεστίου зольность η περιεκτικότητα σε τέφρα зона 1. (определённое пространство, характеризующееся каким-л. общим признаком) η περιοχή, η ζώνη, το τμήμα* активная - (ядерного реактора) το ενεργό τμήμα, η ενεργητική ζώνη (του πυρηνικού αντιδραστήρα)- воспроизводства (ядерного реактора) η ζώνη αναπαραγωγής (του πυρηνικού αντιδραστήρα)запретная - απαγόρευσης, απαγορευτική -координатная (геод.) - των συντεταγμένων- молчания (ак.рад.) - σιγήςоколошовная (ев) - πλησίον της ραφής, κοντά στη ραφήпограничная - η μεθόριος, η συνοριακή ζώνη- размытости (тлв.) - θολότητας2. (на магнитной ленте) η ζώνη (της μαγνητικής ταινίας)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зольник
-
14 подвигать
1. (передвигать) μετακινώ 2. (приближать, придвигать) φέρνω πλησίον/πιο κοντά ^.(содействовать развитию чего-л.) προωθώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подвигать
-
15 подгонять
1. (доводить до нужного размера, формы) εφαρμόζω, προσαρμόζω, ταιριάζω 2. (гоня, приблизить к кому-, чему-л.) φέρνω, οδηγώ, κατευθύνω (κοντά, πλησίον).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подгонять
-
16 вблизи
вблизи κοντά, σιμά, πλησί ον" рассматривать что-л. \вблизи εξετάζω κάτι οπό κοντά* \вблизи Москвы κοντά στη Μόσχα* * *κοντά, σιμά, πλησίονрассма́тривать что-л. вблизи́ — εξετάζω κάτι από κοντά
вблизи́ Москвы́ — κοντά στη Μόσχα
-
17 ближний
ближний1. прил (по месту) κοντινός, ἐγγύς, γειτονικός;2. прил (о родне) στενός; ◊ Ближний Восток ἡ 'Εγγύς 'Ανατολή;3. м ὁ πλησίον, ὁ συνάνθρωπος. -
18 близ
близпредлог с род. п. πλησίον, ἐγγύς, δίπλα, κοντά, σιμά. -
19 вблизи
вблизинареч κοντά, σιμά, πλησίον, ἐγγύς:\вблизи города κοντά στήν πόλη; он \вблизи лучше видит κοντά βλέπει καλλίτερα. -
20 возле
возле1. нареч πλησίον, δίπλα, παραπλεύρως·2. предлог с-род. ἡ. δίπλα σέ, σιμά, κοντά σέ.
См. также в других словарях:
πλησίον — ΝΜΑ και δωρ. τ. πλατίον επίρρ. 1. κοντά σε μικρή απόσταση (α. «συνεχώς βρίσκεται πλησίον του» β. «τούτους δὲ στρατοπεδεύεσθαι πλησίον ἐκείνων», η ρόδ.) 2. (το αρσ. με άρθρ. ως ουσ.) ὁ πλησίον εκκλ. κάθε άνθρωπος σε σχέση με τον άλλο, συνάνθρωπος… … Dictionary of Greek
πλησίον — επίρρ. τοπ., κοντά, σιμά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλησίον — πίμπλημι fill fut part act masc voc sg (doric) πίμπλημι fill fut part act neut nom/voc/acc sg (doric) πλησίος indeclform (adverb) πλησίος masc acc sg πλησίος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήσιον — πλήσιος near masc acc sg πλήσιος near neut nom/voc/acc sg πλησίος indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
близь — (374) I. Нар. и нескл. пр. 1.О пространстве. Близко и близок: боудеть близь торгъ. кде коупити. КН 1280, 533а; на(м) суть кнѩзи Муромьскыѣ. и Рѩзаньскыи близь в сусѣде(х). ЛЛ 1377, 125 об. (1175); и чернiло готово. и клеветарь бли(з). (ἐγγύς) ГБ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
Delphische Maximen — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά 2 Δαμόκλειος σπάθη … Deutsch Wikipedia
Furcht und Schrecken — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά 2 Δαμόκλειος σπάθη … Deutsch Wikipedia
Liste griechischer Phrasen/Delta — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά … Deutsch Wikipedia
Codex Tischendorfianus III — For the similarly named manuscripts, see Codex Tischendorfianus II and Codex Tischendorfianus IV. New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 039 … Wikipedia
ближьнии — (410) пр. 1.Близкий, находящийся на небольшом расстоянии: Аще на сѣдалищи еп(с)пъ лѣнивъ боудеть на еретикы. въспомѩновенъ боудеть отъ блiжьниихъ прилежащиихъ еп(с)пъ. (γειτνιώντων) КЕ XII, 163а; пьраниѥ ризъ ихъ. ѡ(т) ѥдино˫а ближьнихъ женъ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)