πληρωτής
1πληρωτής — one who completes masc nom sg …
2πληρωτής — ο, θηλ. πληρώτρια, η, ΝΑ, και πλερωτής Ν [πληρώ / πληρώνω] 1. αυτός που παρέχει χρηματικό ποσό για αγορά 2. αυτός που καταβάλλει ένα ποσό για την εξόφληση οφειλής, είτε είναι ο ίδιος οφειλέτης είτε ενεργεί για λογαριασμό άλλου ατόμου νεοελλ. 1.… …
3πληρωτής — ο θηλ. ώτρια αυτός που πληρώνει: Εγγυητής και πληρωτής (παροιμ.) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4πληρωταῖς — πληρωτής one who completes masc dat pl …
5πληρωταί — πληρωτής one who completes masc nom/voc pl …
6πληρωτοῦ — πληρωτής one who completes masc gen sg …
7πληρωτῇ — πληρωτής one who completes masc dat sg (attic epic ionic) …
8πληρωτήν — πληρωτής one who completes masc acc sg (attic epic ionic) …
9πληρωτάς — πληρωτά̱ς , πληρωτής one who completes masc acc pl πληρωτά̱ς , πληρωτής one who completes masc nom sg (epic doric aeolic) …
10επιταγή — Πιστωτικός τίτλος με ασαφή ιστορική καταγωγή που γνώρισε ευρεία διάδοση από τις αρχές του 18ου αι. στη Μεγάλη Βρετανία, όταν απαγορεύτηκε στα πιστωτικά ιδρύματα να εκδίδουν τραπεζογραμμάτια και παραχωρήθηκε το δικαίωμα της έκδοσης χαρτονομίσματος …
- 1
- 2