πλημυρίς
1πλημυρίς — πλημμυρίς fem nom sg πλημυρίς rise of the sea fem nom sg …
2πλημυρίς — ίδος, ἡ, Α βλ. πλημμυρίδα …
3πλημμυρίδα — η / πλημμυρίς, ίδος, ΝΜΑ, και πλήμυρις Α η φάση τής παλίρροιας κατά την οποία η στάθμη τής θάλασσας ανυψώνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από τον τ. πλήμη* «πλημμυρίδα» (< πίμπλημι) πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *πλημυρός κατά το σχήμα ἁλμυρίς …
4μυρίος — ία, ίο και μύριος, ια, ο (ΑΜ μυρίος, ία, ίον και μύριος, ία, ίον, Α θηλ. και μυρίος και αιολ. τ. μυρίη, Μ και μύριος, ια, ο) 1. (ως αριθμ. επίθ., συν. στον πληθ., προπαροξύνεται κατά τους αρχ. και μτγν. γραμματικούς ως προπαροξύτονο σημαίνει… …
5μύρω — (ΑΜ μύρω) (συν. το μέσ.) μύρομαι α) οδύρομαι, χύνω δάκρυα, κλαίω («ἥ γε ξὺν παιδὶ καὶ ἀμφιπόλῳ εὐπέπλῳ πύργῳ ἐφεστήκει γοόωσά τε μυρομένη τε», Ομ. Ιλ.) β) (μτθ.) θρηνώ, μοιρολογώ κάποιον (μσν. αρχ.) στάζω αρχ. (για ποταμό) τρέχω, ρέω, κυλώ,… …
6πλημμυρία — και πλημυρία και ιων. τ. πλημμυρίη, ἡ, Α ιατρ. η παθολογική αύξηση τού όγκου, τής ποσότητας («πλημμυρίης τῶν οὔρων», Αρετ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. σπανιότερος τ. τής λ. πλημυρίς / πλημμυρίς] …
7πλημμύρα — Η ανύψωση της στάθμης των νερών ποταμού, λίμνης ή θάλασσας και η έξοδός τους από την κοίτη τους. Η π. οφείλεται συνήθως σε κλιματολογικές συνθήκες με τη βοήθεια και της μορφολογίας του εδάφους. Αίτια είναι οι ραγδαίες και διαρκείς βροχές, η… …
8πλημυρίδα — πλημμυρίς fem acc sg πλημυρίς rise of the sea fem acc sg …
9πλημυρίδας — πλημμυρίς fem acc pl πλημυρίς rise of the sea fem acc pl …
10πλημυρίδος — πλημμυρίς fem gen sg πλημυρίς rise of the sea fem gen sg …
- 1
- 2