πληκτίζομαι
1πληκτίζομαι — Α 1. διαπληκτίζομαι, φιλονικώ («αργάλεον δὲ πληκτίζεσθ ἀλόχοισι Διός», Ομ. Ιλ.) 2. χτυπάω με τα χέρια μου το στήθος θρηνολογώντας, στηθοδέρνομαι («κόμην τίλλουσα γόῳ πληκτίζετο μήτηρ», (Ανθ. Παλ.) 3. μτφ. κάνω ζωηρά ερωτικά παιχνίδια, σεξουαλικές …
2πληκτιζομένων — πληκτίζομαι bandy blows with pres part mp fem gen pl πληκτίζομαι bandy blows with pres part mp masc/neut gen pl …
3πληκτίζευ — πληκτίζομαι bandy blows with pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic) πληκτίζομαι bandy blows with imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic) …
4πληκτιζομένην — πληκτίζομαι bandy blows with pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …
5πληκτιζομένης — πληκτίζομαι bandy blows with pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …
6πληκτιζομένους — πληκτίζομαι bandy blows with pres part mp masc acc pl …
7πληκτιζόμενος — πληκτίζομαι bandy blows with pres part mp masc nom sg …
8πληκτίζεσθαι — πληκτίζομαι bandy blows with pres inf mp …
9πληκτίζετο — πληκτίζομαι bandy blows with imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) …
10πληκτίζεσθ' — πληκτίζεσθε , πληκτίζομαι bandy blows with pres imperat mp 2nd pl πληκτίζεσθε , πληκτίζομαι bandy blows with pres ind mp 2nd pl πληκτίζεσθαι , πληκτίζομαι bandy blows with pres inf mp πληκτίζεσθε , πληκτίζομαι bandy blows with imperf ind mp 2nd… …
- 1
- 2