πληθύς
1πληθῦς — πληθύς throng fem acc pl πληθύς throng fem nom/voc pl …
2πληθύς — πληθύ̱ς , πληθύς throng fem nom sg …
3πληθύς — ύος, ἡ, ΜΑ πλήθος, μεγάλος αριθμός ανθρώπων ή πραγμάτων, πληθώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. πλῆθος και έχει πιθ. σχηματιστεί από το ρ. πληθύνομαι, αν δεχθούμε ότι αυτό παράγεται απευθείας από το πλῆθος (βλ. πληθύνω)] …
4πληθυῖ — πληθύς throng fem dat sg (epic) …
5πληθύας — πληθύς throng fem acc pl …
6πληθύες — πληθύς throng fem nom/voc pl πληθύε̄ς , πληθύω to be pres ind act 2nd sg (doric) …
7πληθύος — πληθύς throng fem gen sg …
8πληθύσι — πληθύς throng fem dat pl …
9πληθύσιν — πληθύς throng fem dat pl …
10πληθύων — πληθύς throng fem gen pl πληθύω to be pres part act masc nom sg …
Страницы
- 1
- 2