πληγῶν

  • 21αγριοκαλογεράκι — Κοινή ονομασία δύο φυτών. 1. Χλωρά η διάτρητος (chlora perfoliata), της οικογένειας των γεντιανιδών. Είναι μονοετής, λεία πόα, με φύλλα ακέραια. Ο βλαστός της είναι όρθιος, διακλαδισμένος στην κορυφή, ύψους 20 80 εκ. Τα άνθη της είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 22ακουιλεγία — (aquilegia). Φυτό δικοτυλήδονο της οικογένειας των ρανουγκουλιδών ή βατραχιδών, που περιλαμβάνει περίπου 50 είδη, ιθαγενή της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Πρόκειται για φυτά ποώδη και πολυετή. Τα φύλλα τους είναι πλατιά και… …

    Dictionary of Greek

  • 23ανθυλλίς — Ψυχανθές φυτό που φυτρώνει σε λιβάδια από τη θάλασσα έως την ορεινή ζώνη, κατά προτίμηση σε εδάφη ασβεστούχα. Έχει βλαστό ποώδη, απλό ή πολύκλαδο, χνουδάτο, με λίγα φύλλα, από τα οποία τα κατώτερα απλά με μακρύ μίσχο και τα ανώτερα περιττόληκτα,… …

    Dictionary of Greek

  • 24αριστολοχία — (aristolochia). Γένος πολυετών, ποωδών ή θαμνωδών φυτών της οικογένειας των αριστολοχιιδών, ιθαγενών των εύκρατων και τροπικών περιοχών. Η α. χαρακτηρίζεται από υπόγειο έρπον ρίζωμα από το οποίο βγαίνουν κατακόρυφοι όρθιοι ή περιελισσόμενοι… …

    Dictionary of Greek

  • 25βερβένα — (verbena). Γένος φυτών της οικογένειας των βερβενιδών, το οποίο περιλαμβάνει μονοετείς ή πολυετείς πόες και φρύγανα. Πρόκειται για περίπου 100 είδη, ιθαγενή της τροπικής και υποτροπικής Αμερικής. Έχουν φύλλα αντίθετα, οδοντωτά και μικρά άνθη σε… …

    Dictionary of Greek

  • 26βισμούθιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Bi. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει ατομικό αριθμό 83. Το β. απαντάται σε περιορισμένες ποσότητες στη φύση και βρίσκεται είτε στη φυσική του κατάσταση είτε σε μερικά ορυκτά όπως η βισμουθίνη… …

    Dictionary of Greek

  • 27καλαγχόη — (Κalanchoe). Γένος φυτών που περιλαμβάνει ποώδη ή θαμνώδη σαρκόφυτα, με αντίθετα φύλλα και σωληνωτά άνθη. Ο καρπός τους αποτελείται από τέσσερις μακρουλές κάψες με πολυάριθμα σπέρματα. Χαρακτηρίζονται από μεγάλη ποικιλία όσον αφορά τα χρώματα των …

    Dictionary of Greek

  • 28Κοέν, Στάνλεϊ — (Stanley Cohen, Μπρούκλιν 1922 –). Αμερικανός βιοχημικός και βιολόγος, ρωσικής καταγωγής. Σπούδασε ζωολογία και βιοχημεία σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ και στη διάρκεια των προπτυχιακών και μεταπτυχιακών σπουδών του διεξήγαγε έρευνες σχετικά με τον… …

    Dictionary of Greek

  • 29κομβρέτο — (Combretum). Γένος φυτών της οικογένειας των κομβρετιδών, της τάξης των μυρτωδών. Πρόκειται για αναρριχητικά ή όρθια φυτά, με αντίθετα ή εναλλάξ φύλλα. Το γένος περιλαμβάνει περισσότερα από 350 είδη των τροπικών περιοχών. Το κ. το βουτυρώδες… …

    Dictionary of Greek

  • 30Παρέ, Αμβρόσιος — (Parιé Ambroise, Μπουργκ Ερσέν 1517 – Παρίσι 1590). Γάλλος χειρουργός της Αναγέννησης. Δεν είχε ακαδημαϊκή μόρφωση και ανήκε στη συντεχνία των κουρέων. Το 1563 έγινε χειρουργός του βασιλιά και διευθυντής του χειρουργικού τμήματος στο νοσοκομείο… …

    Dictionary of Greek