Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

πληγωμένος

См. также в других словарях:

  • αιχμή — Το μυτερό πρόσθιο άκρο διαφόρων σύγχρονων εργαλείων ή όπλων (όπως το ξίφος και η ξιφολόγχη) καθώς και όπλων του παρελθόντος (όπως το βέλος, το δόρυ κ.ά.). Η α. είναι ένα από τα αρχαιότερα δημιουργήματα του ανθρώπου. Η επινόησή της χάνεται στα… …   Dictionary of Greek

  • βλαβερός — ή, ό (AM βλαβερός, ά, όν) όποιος επιφέρει βλάβη, επιζήμιος νεοελλ. 1. επικίνδυνος 2. πληγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλάβη (πρβλ. δολερός < δόλος, δροσερός < δρόσος, θλιβερός < θλιβή, κρατερός < κράτος, φθονερός < φθόνος, φοβερός <… …   Dictionary of Greek

  • δοξεύω — (Μ δοξεύω) 1. βάλλω, χτυπώ με τόξο 2. τραυματίζω με βέλος 3. παθ. είμαι πληγωμένος από έρωτα μσν. 1. (για μέλισσα) κεντρίζω 2. προσβάλλω, διασύρω 3. (για δηλητήριο) δηλητηριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τοξεύω με τροπή του τ σε δ (βλ. λ. δοξάτορας)] …   Dictionary of Greek

  • ερωτοχτυπιέμαι — 1. μέ χτυπάει ο έρωτας, καταλαμβάνομαι από έντονη ερωτική διάθεση 2. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ερωτοχτυπημένος, η, ο πληγωμένος από τα βέλη τού έρωτα, ερωτευμένος …   Dictionary of Greek

  • ερωτότρωτος — ἐρωτότρωτος, ον (Μ) πληγωμένος από τον έρωτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + τρωτός < τιτρώσκω «πληγώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ηλόπληκτος — ἡλόπληκτος, ον (Μ) ο πληγωμένος με καρφί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + πληκτος (< πλήσσω / πλήττω), πρβλ. έκ πληκτος, θαλασσό πληκτος] …   Dictionary of Greek

  • κατακόβω — και κατακόπτω και κατακόφτω (AM κατακόπτω) 1. κόβω κάτι σε πολλά τεμάχια, κατακομματιάζω («κατακόπτειν τὰ ἀγάλματα», Διόδ.) 2. κόβω κάτι σε μεγάλο βάθος και έκταση 3. σφάζω, πετσοκόβω («τοὺς καταφυγόντας ἐκ τῆς μάχης καταγινέων κατέκοπτε», Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek

  • κλαδοξεσκισμένος — κλαδοξεσκισμένος, η, ον (Μ) πληγωμένος από κλαδιά …   Dictionary of Greek

  • κοντριάρης — ο (Μ κοντριάρης) αυτός που εμφανίζει χόνδρους, τυλώδης μσν. 1. (για υποζύγιο) πληγωμένος από σαμάρι 2. μτφ. πανάθλιος, ελεεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόντρα, η, + κατάλ. ιάρης (πρβλ. τσιμπλ ιάρης, ψωρ ιάρης)] …   Dictionary of Greek

  • λαβώνω — (Μ λαβώνω) 1. τραυματίζω, πληγώνω, ιδίως με όπλο 2. μτφ. σαγηνεύω ερωτικά, εμπνέω έρωτα σε κάποιον 3. μτφ. θολώνω τον νου, επηρεάζω την κρίση, συγχύζω («η αγάπη τού λάβωνε τη γνώση», Ερωτόκρ.) 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) λαβωμένος η, ο τραυματίας,… …   Dictionary of Greek

  • λογχότρωτος — λογχότρωτος, ον (Μ) πληγωμένος από λόγχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + τρωτος (< τιτρώσκω), πρβλ. βελό τρωτος, πολύ τρωτος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»