πληγωμένος
1αιχμή — Το μυτερό πρόσθιο άκρο διαφόρων σύγχρονων εργαλείων ή όπλων (όπως το ξίφος και η ξιφολόγχη) καθώς και όπλων του παρελθόντος (όπως το βέλος, το δόρυ κ.ά.). Η α. είναι ένα από τα αρχαιότερα δημιουργήματα του ανθρώπου. Η επινόησή της χάνεται στα… …
2βλαβερός — ή, ό (AM βλαβερός, ά, όν) όποιος επιφέρει βλάβη, επιζήμιος νεοελλ. 1. επικίνδυνος 2. πληγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλάβη (πρβλ. δολερός < δόλος, δροσερός < δρόσος, θλιβερός < θλιβή, κρατερός < κράτος, φθονερός < φθόνος, φοβερός <… …
3δοξεύω — (Μ δοξεύω) 1. βάλλω, χτυπώ με τόξο 2. τραυματίζω με βέλος 3. παθ. είμαι πληγωμένος από έρωτα μσν. 1. (για μέλισσα) κεντρίζω 2. προσβάλλω, διασύρω 3. (για δηλητήριο) δηλητηριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τοξεύω με τροπή του τ σε δ (βλ. λ. δοξάτορας)] …
4ερωτοχτυπιέμαι — 1. μέ χτυπάει ο έρωτας, καταλαμβάνομαι από έντονη ερωτική διάθεση 2. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ερωτοχτυπημένος, η, ο πληγωμένος από τα βέλη τού έρωτα, ερωτευμένος …
5ερωτότρωτος — ἐρωτότρωτος, ον (Μ) πληγωμένος από τον έρωτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + τρωτός < τιτρώσκω «πληγώνω»] …
6ηλόπληκτος — ἡλόπληκτος, ον (Μ) ο πληγωμένος με καρφί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + πληκτος (< πλήσσω / πλήττω), πρβλ. έκ πληκτος, θαλασσό πληκτος] …
7κατακόβω — και κατακόπτω και κατακόφτω (AM κατακόπτω) 1. κόβω κάτι σε πολλά τεμάχια, κατακομματιάζω («κατακόπτειν τὰ ἀγάλματα», Διόδ.) 2. κόβω κάτι σε μεγάλο βάθος και έκταση 3. σφάζω, πετσοκόβω («τοὺς καταφυγόντας ἐκ τῆς μάχης καταγινέων κατέκοπτε», Ηρόδ.) …
8κλαδοξεσκισμένος — κλαδοξεσκισμένος, η, ον (Μ) πληγωμένος από κλαδιά …
9κοντριάρης — ο (Μ κοντριάρης) αυτός που εμφανίζει χόνδρους, τυλώδης μσν. 1. (για υποζύγιο) πληγωμένος από σαμάρι 2. μτφ. πανάθλιος, ελεεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόντρα, η, + κατάλ. ιάρης (πρβλ. τσιμπλ ιάρης, ψωρ ιάρης)] …
10λαβώνω — (Μ λαβώνω) 1. τραυματίζω, πληγώνω, ιδίως με όπλο 2. μτφ. σαγηνεύω ερωτικά, εμπνέω έρωτα σε κάποιον 3. μτφ. θολώνω τον νου, επηρεάζω την κρίση, συγχύζω («η αγάπη τού λάβωνε τη γνώση», Ερωτόκρ.) 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) λαβωμένος η, ο τραυματίας,… …