πλευρά
1πλευρά — πλευρά̱ , πλευρά rib fem nom/voc/acc dual πλευρά̱ , πλευρά rib fem nom/voc sg (attic doric aeolic) πλευρόν rib neut nom/voc/acc pl …
2πλευρᾷ — πλευρά rib fem dat sg (attic doric aeolic) …
3πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… …
4πλευρά — η 1. πλάγιο μέρος πραγμάτων, πλευρό: Η βόρεια πλευρά του οικήματος, του βουνού. 2. κόκαλο του θώρακα ανθρώπου ή ζώου, αλλιώς παΐδι, πλευρό: Του βγάλανε δυο πλευρά. 3. εξωτερική ευθεία γραμμή γεωμετρικού σχήματος: Πλευρά τριγώνου, τετραγώνου κτλ.… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5πλεύρα — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… …
6πλεύρ' — πλευρά̱ , πλευρά rib fem nom/voc/acc dual πλευρά̱ , πλευρά rib fem nom/voc sg (attic doric aeolic) πλευραί , πλευρά rib fem nom/voc pl πλευρά , πλευρόν rib neut nom/voc/acc pl …
7πλευρᾶι — πλευρᾷ , πλευρά rib fem dat sg (attic doric aeolic) …
8πλευράν — πλευρά̱ν , πλευρά rib fem acc sg (attic doric aeolic) …
9πλευράς — πλευρά̱ς , πλευρά rib fem acc pl …
10πλευραῖν — πλευρά rib fem gen/dat dual …