πλευρο-τυπής
1μηροτυπής — μηροτυπής, ές (Α) αυτός που χτυπάει τους μηρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + τυπής (< τύπτω «χτυπώ» πρβλ. πλευρο τυπής, χειρο τυπής] …
1μηροτυπής — μηροτυπής, ές (Α) αυτός που χτυπάει τους μηρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + τυπής (< τύπτω «χτυπώ» πρβλ. πλευρο τυπής, χειρο τυπής] …