πλεκτάνη
1πλεκτάνη — anything twined fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2πλεκτάνῃ — πλεκτάνη anything twined fem dat sg (attic epic ionic) …
3πλεκτάνη — η 1. πλεχτή θηλιά, δίχτυ. 2. μτφ., δόλος, μηχανορραφία, παγίδα: Του στήσανε πλεκτάνη. – Έπεσε στην πλεκτάνη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4πλεκτάνη — η, ΝΜΑ μτφ. μηχανορραφία, παγίδα, ενέδρα νεοελλ. ναυτ. είδος πλέγματος από κλώσματα σχοινιού με μορφή κορδονιού που περιβάλλει τον άξονα τής έλικας τού πλοίου στο σημείο εξόδου του από το σκάφος με σκοπό να εμποδίζει την εισροή τού νερού προς το… …
5πλεκτάναι — πλεκτάνη anything twined fem nom/voc pl πλεκτάνᾱͅ , πλεκτάνη anything twined fem dat sg (doric aeolic) …
6πλεκτανέων — πλεκτάνη anything twined fem gen pl (epic ionic) …
7πλεκτανῶν — πλεκτάνη anything twined fem gen pl …
8πλεκτάναις — πλεκτάνη anything twined fem dat pl …
9πλεκτάναισι — πλεκτάνη anything twined fem dat pl (epic ionic aeolic) …
10πλεκτάνην — πλεκτάνη anything twined fem acc sg (attic epic ionic) …