πλειών

  • 91πλεομελής — ές, Α αυτός που έχει περισσότερα από το φυσιολογικό μέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλέον, ουδ. τού πλείων* + μελής (< μέλος), πρβλ. πολυ μελής] …

    Dictionary of Greek

  • 92πλεομισθία — ἡ, Α η αύξηση τών μισθών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλέον, ουδ. τού πλείων* + μισθία (< μίσθιος < μισθός), πρβλ. ωρο μισθία] …

    Dictionary of Greek

  • 93πλεονάκις — ΝΑ, πλεονάκι και πλειονάκις και πλειονάκι Α επίρρ. (ως χρον.) με μεγαλύτερη συχνότητα, συχνότερα αρχ. 1. πολλές φορές, συχνά 2. πάρα πολύ συχνά, με εξαιρετικά μεγάλη συχνότητα 3. με πολλαπλασιασμό με μεγαλύτερο αριθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλε(ῖ)ον, ουδ …

    Dictionary of Greek

  • 94πλεονέκτης — ο, ΝΜΑ, και πλεονέχτης, θηλ. πλεονέχτρα Ν, θηλ. πλεονέκτις, ΜΑ αυτός που επιδιώκει να έχει περισσότερα από όσα κάποιος άλλος ή οι άλλοι γενικώς και συνήθως να αποκτήσει κάτι που δεν το δικαιούται («πᾱς πόρνος ἤ ἀκάθαρτος ἤ πλεονέκτης... οὐκ ἔχει… …

    Dictionary of Greek

  • 95πλεοναχός — ή, όν, Α 1. ο κάθε είδους ή λογής, παντοειδής, ποικίλος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλεοναχόν η ποικιλία. επίρρ... πλεοναχῶς και πλειοναχῶς Α με πολλούς τρόπους ή με διαφορετικές έννοιες («πλεοναχῶς ἐτυμολογεῑν», Στραβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλέον, ουδ. τού… …

    Dictionary of Greek

  • 96πλεονοδάκτυλος — ον, Α αυτός που έχει δάχτυλα περισσότερα από τον κανονικό αριθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλείων / πλέων, πλέονος + δάκτυλος (< δάκτυλος), πρβλ. μονο δάκτυλος] …

    Dictionary of Greek

  • 97πλεονοσύλλαβος — ον, Α αυτός που έχει περισσότερες συλλαβές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλείων / πλέων, πλέονος + σύλλαβος (< συλλαβή), πρβλ. περισσοσύλλαβος] …

    Dictionary of Greek

  • 98πλεοτιμία — ἡ, Α η αύξηση τών τιμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλέον, ουδ. τού πλείων* + τιμία (< τιμος < τιμή), πρβλ. ισο τιμία, ομο τιμία] …

    Dictionary of Greek

  • 99πλεοχροϊκός — ή, ό, Ν φρ. «πλεοχροϊκή άλως» (κρυσταλλ. φυσ.) έγχρωμοι δακτύλιοι που σχηματίζονται γύρω από ένα ραδιενεργό ξένο σώμα το οποίο είναι εγκλεισμένο σε ένα ορυκτό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pleochroic (< πλείων / πλέων «περισσότερος» +… …

    Dictionary of Greek

  • 100πλεόσπορο — το, Ν βοτ. γένος μυκήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pleospora (< αρχ. πλείων / πλέων «περισσότερος» + σπόρος)] …

    Dictionary of Greek