πλειών

  • 81πλειοποιός — όν, Μ αυτός που δημιουργεί πληθύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖον, ουδ. τού πλείων* + ποιός*] …

    Dictionary of Greek

  • 82πλειοτροπία — η, Ν (θιολ.) τύπος κληρονομικότητας κατά τον οποίο ένα μόνο γονίδιο πλειοτροπικό δρα σε πολλούς ιστούς ή σε πολλά όργανα και καθορίζει ποικίλους χαρακτήρες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pleiotropy (< πλεῖον, ουδ. τού πλείων + τροπία… …

    Dictionary of Greek

  • 83πλειοτροπικό — ή, ό, Ν φρ. «πλειοτροπικό γονίδιο βιολ. γονίδιο που ελέγχει περισσότερα από ένα χαρακτηριστικά τού φαινοτύπου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pleiotropic (< πλεῖον, ουδ. τού πλείων + τροπικός)] …

    Dictionary of Greek

  • 84πλειοψηφία — και πλειονοψηφία, η, ΝΑ ο μεγαλύτερος αριθμός ψήφων, η πλειονότητα τών ψήφων ή τών ψηφοφόρων σε μία διαδικασία ψηφοφορίας νεοελλ. 1. φρ. α) «απόλυτη πλειοψηφία» (δημ. δίκ.) η συμφωνία τής βουλήσεως ως προς το συζητηθέν θέμα τού ημίσεως συν ενός… …

    Dictionary of Greek

  • 85πλειοψηφώ — και πλειονοψηφώ, έω, Ν έχω ή παίρνω την πλειοψηφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλείων, ονος + ψηφώ (< ψηφος < ψήφος), πρβλ. ισο ψηφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Χρ. Βυζάντιο] …

    Dictionary of Greek

  • 86πλειόκαινο — Γεωλογική υποπερίοδος, η τελευταία του τριτογενούς (του καινοζωικού αι.). Τόσο τα κατώτερα όριά του (με το μειόκαινο) όσο και τα ανώτερα (με το τεταρτογενές) δεν είναι πάντα ευδιάκριτα, γιατί δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία που να σημειώνουν τη… …

    Dictionary of Greek

  • 87πλειόνει — Α (κατά τον Ησύχ.) «σπείρει». [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. πλειών] …

    Dictionary of Greek

  • 88πλειόνως — ΜΑ επίρρ. βλ. πλείων …

    Dictionary of Greek

  • 89πλειόσαυρος — ο, Ν (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος ερπετών, που ανήκει στην ομάδα τών σαυροπτερυγίων και το οποίο βρέθηκε σε αποθέσεις τού μεσοζωικού στην Ευρώπη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pliosaurus (< πλεῖον, ουδ. τού πλείων + σαύρα)] …

    Dictionary of Greek

  • 90πλεομακάριστος — ὁ, ἡ, Μ αυτός που θεωρείται ή ονομάζεται περισσότερο μακάριος, ευτυχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλέον, ουδ. τού πλείων* + μακάριστος] …

    Dictionary of Greek