πλειών

  • 71πλέων — ον, Α βλ. πλείων …

    Dictionary of Greek

  • 72πλήων — Α βλ. πλείων …

    Dictionary of Greek

  • 73πλίον — Α (κρητ. τ.) βλ. πλείων …

    Dictionary of Greek

  • 74πλείν — Α αττ. συνηρ. τ. τού πλέον βλ. πλείων …

    Dictionary of Greek

  • 75πλείστος — η, ο / πλεῑστος, η, ον, ΝΜΑ (υπερθετικό τού επιθ. πολύς) 1. πάρα πολύς, κυρίως ως προς τον αριθμό ή ως προς την ποσότητα 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πλείστοι οι περισσότεροι, ο μεγαλύτερος αριθμός («καὶ οἱ μὲν ψιλοὶ οἱ πλεῑστοι εὐθὺς ἐχώρουν»,… …

    Dictionary of Greek

  • 76πλειοδότης — ο, θηλ. πλειοδότις και πλειοδότρια, Ν αυτός που προσφέρει τη μεγαλύτερη τιμή σε πλειστηριασμό ή σε δημοπρασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖον, ουδ. τού πλείων* + δότης (< δίδωμι), πρβλ. αιμο δότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …

    Dictionary of Greek

  • 77πλειονομοιρώ — έω, Α έχω περισσότερες μοίρες, περισσότερα μέρη, είμαι πολύ προχωρημένος στον ζωδιακό κύκλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλείων, ονος + μοιρῶ (< μοιρος < μοῖρα)] …

    Dictionary of Greek

  • 78πλειονοψηφοφορία — η, Α η επικρατούσα αστρολογική επίδραση, πλειονοψηφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλείων, ονος + ψηφοφορία] …

    Dictionary of Greek

  • 79πλειονόσημος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) (για λέξεις) αυτός που έχει περισσότερες τής μιας σημασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλείων, ονος + σημος (< σῆμα), πρβλ. πολύ σημος] …

    Dictionary of Greek

  • 80πλειοπίθηκος — ο, Ν (παλαιοντ.) γένος απολιθωμένων πιθήκων τού ανώτερου μειοκαίνου τής Ευρώπης, το οποίο θεωρείται ως στενά συγγενικό με τον πρόγονο τού γίββωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pliopithecus (< πλεῖον, ουδ. τού πλείων + πίθηκος)] …

    Dictionary of Greek