πλειών

  • 61RESINA — ut eliciatur, τὴν πέυκην, i. e. piceam, in cortice vulnerari et corticem ipsum auferri, ait Theophrastus; quô factô ςυῤῥεῖ εἰς τὸ ἕλκωμα τοῦτο πλείων ἡ ὑγρότης, confluit in vulneus abundantior humiditas: at in abiete et pinu lignum etiam ipsum… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 62Πλειάς — Με το όνομα αυτό είναι γνωστή μια ομάδα από επτά τραγικούς ποιητές, οι οποίοι έζησαν στην Αλεξάνδρεια στους χρόνους του Πτολεμαίου B’ Φιλαδέλφου (284 247 π.Χ.). Ο φιλότεχνος αυτός ηγεμόνας προσπάθησε να μεταφέρει στην Αλεξάνδρεια τη μεγαλοπρέπεια …

    Dictionary of Greek

  • 63ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή …

    Dictionary of Greek

  • 64λεπτουργία — η (AM λεπτουργία) [λεπτουργός] καλλιτεχνική επεξεργασία, δούλεμα με λεπτότητα, λεπτή τέχνη («σινδόνες ὑφασμέναι ὁμοίως κατὰ λεπτουργίαν ταῑς ἐκ τῶν ἐρίων πεποιημέναις», Ιώσ.) μσν. (για τη Δημιουργία) δεξιοτεχνική κατασκευή αρχ. 1. λεπτολογία… …

    Dictionary of Greek

  • 65μείων — ον (ΑM μείων, ον, Α και σπαν. μειότερος, τέρα, τερον) (ανώμ. συγκρ. τού μικρός ή ολίγος) νεοελλ. μαθ. (το ουδ.) μείον το σημείο τής αφαίρεσης, που παριστάνεται με το σύμβολο , αλλ. πλην αρχ. μσν. 1. μικρότερος ή λιγότερος («μειόνων επαίνων»,… …

    Dictionary of Greek

  • 66πίμπλημι — και πίπλημι και πίπλω και πιμπλάω και πιμπλέω και πιμπλάνομαι, ΜΑ 1. πληρώ, γεμίζω με κάτι (α. «τράπεζαν ἀμβροσίης πλήσασα», Ομ. Οδ. β. «δακρύοισι... Ἑλλάδ ἅπασαν ἔπλησε», Ευρ.) 2. γεμίζω το στόμα μου ή την κοιλιά μου, χορταίνω («οὗτος μὲν οὐδ αν …

    Dictionary of Greek

  • 67παμπλείων — παμπλείων, ονος, ὁ, ἡ (Α) κατά πολύ περισσότερος ή μεγαλύτερος («παμπλείων ὄγκος φωνῆς», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πλείων] …

    Dictionary of Greek

  • 68πιο — και πλιο και μπλιο, Ν (ποσοτ. επίρρ.) 1. (γενικά) πλέον, περισσότερο 2. (ειδικά) (χωρίς αρθρ.) χρησιμοποιείται κυρίως για τον σχηματισμό τού συγκριτικού βαθμού τών επιθέτων και τών επιρρημάτων, ὁπως λ.χ. πιο ωραίος ωραιότερος, πιο ψηλά ψηλότερα,… …

    Dictionary of Greek

  • 69πιότερος — και πλιότερος, η, ο, Ν περισσότερος. επίρρ... πιότερο Ν (συγκριτ. βαθμός τού πιo) περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πλειότερος, συγκρ. τού πλείων (βλ. και λ. πιο)] …

    Dictionary of Greek

  • 70πλέον — (I) Α (καταχρ. πρόθεση) πλην, εκτός από, εξαιρέσει τού..... (II) Ν επίρρ. βλ. πλείων …

    Dictionary of Greek