πλειών

  • 101πλεύν — τὸ, Α ιων. τ. βλ. πλείων …

    Dictionary of Greek

  • 102πλεύνως — Α επίρρ. ιων. τ. βλ. πλείων …

    Dictionary of Greek

  • 103πλος — Α επίρρ. (αρκαδ. τ.) βλ. πλείων …

    Dictionary of Greek

  • 104πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… …

    Dictionary of Greek

  • 105ροπή — ενός ανύσματος (π.χ. μιας δύναμης, μιας ταχύτητας, μιας ώσης), ως προς ένα σημείο, είναι το γινόμενο του μεγέθους του ανύσματος επί την απόσταση της ευθείας εφαρμογής του από το ορισμένο σημείο. Ο ορισμός αυτός επεκτείνεται και στη ρ. ως προς… …

    Dictionary of Greek

  • 106συμπλείονες — και συμπλέονες, ουδ. συμπλέονα, Α περισσότεροι μαζί («εἶναι δὲ τοσαύτην τὴν ἰσχὺν ὥστε ἑκάστου μὲν καὶ ἑνὸς καὶ συμπλειόνων κρείττω τοῡ δὲ πλήθους ἥττω», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πλείων*, πλείονες συγκρ. τού πολύς] …

    Dictionary of Greek

  • 107τοσαυταπλειόνως — Α επίρρ. τόσο περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοσαῦτα, πληθ. ουδ. τής αντων. τοσοῦτος + πλειόνως (< πλείων, ονος)] …

    Dictionary of Greek

  • 108ωθίζω — Α 1. ωθώ, σπρώχνω 2. μέσ. ὠθίζομαι α) συνωστίζομαι β) ορμώ («οὗ δὲ πλείων ὁ κίνδυνος, ὁμόσε χωρεῑν καὶ ὠθίζεσθαι, ἀλλὰ μὴ κατέχεσθαι θράσους», Γρηγ. Ναζ.) γ) μτφ. φιλονικώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠθῶ, κατά τα αἰνῶ: αἰνίζομαι, κομῶ: κομίζω] …

    Dictionary of Greek

  • 109ԱՒԵԼԱԳՈՅՆ — (գունի, ից.) NBH 1 0392 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 11c, 12c, 14c ա. περισσότερος, περιττός, πλείων abundatior, amplior Աւելին քան զայս. առաւելագոյն. առաւելեալ յինչ եւ է կարգի. առաւել. *Աւելագոյն է նոցա (պատիւն) քան… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 110ԱՒԵԼԻ — (լւոյ, լեաց.) NBH 1 0393 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c, 11c, 12c, 13c, 15c ա. πλείων, περιττός, περισσός plus, plurimus, redundans, nimius, praestans Յաւելեալ ինչ. առաւել. յոլով. շատ եւս. մեծ եւս. էւել, էւելի …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)