πλειστ-άκις
1ολιγιστάκις — ὀλιγιστάκις (Α) επίρρ. πολύ σπάνια, σπανιότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλίγιστος + επιρρμ. κατάλ. άκις (πρβλ. πλειστ άκις)] …
2πεπερασμενάκις — Α επίρρ. σε συγκεκριμένο αριθμό ετών («τὰ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεπερασμένος + επιρρμ. κατάλ. άκις (πρβλ. πλειστ άκις)] …