πλειστήρης

  • 1πλειστήρης — ῆρες, Α (ποιητ. τ.) 1. ο αποτελούμενος από πολλά μέρη, πολλαπλός 2. (κατ επέκτ.) (για τον χρόνο) αυτός που έχει πολύ μεγάλη διάρκεια, ο μακρός («ἅπας πλειστήρης χρόνος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + κατάλ. ήρης (πρβλ. κοπ ήρης)] …

    Dictionary of Greek

  • 2πλειστήρη — πλειστήρης manifold neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πλειστήρης manifold masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πλειστήρης manifold masc/fem acc sg (attic epic doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3πλειστήριος — πλειστήρης manifold masc/fem/neut gen sg (doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4-ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… …

    Dictionary of Greek

  • 5πλειστηρίζομαι — Α [πλειστήρης] (ποιητ. τ.) 1. θεωρώ κάτι ως σημαντικό 2. (κατ επέκτ.) καυχώμαι για κάτι («καὶ φίλτρα τόλμης τῆσδε πλειστηρίζομαι τὸν πυθόμαντιν Λοξίαν», Αισχύλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 6πλειστηριάζω — ΝΑ, πληστηριάζω Α [πλειστήρης] νεοελλ. εκθέτω κάτι σε πώληση με πλειοδοσία, πουλώ σε πλειστηριασμό αρχ. προσφέρω τη μεγαλύτερη τιμή προκειμένου να αγοράσω κάτι σε πλειστηριασμό, πλειοδοτώ («οὐ τιμῆς τεταγμένης πωλοῡσιν, ἀλλ ὡς ἄν δύνωνται… …

    Dictionary of Greek