πλατύ-πεδος

  • 1πλατύπεδος — ον, Α αυτός που έχει πλατιά πεδία, πλατιές επιφάνειες («γαῑαν εὐρύστερνον, πλατεῑαν, πλατύπεδον», Σχόλ. Ησιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + πέδος (< πέδον), πρβλ. βαθύ πεδος] …

    Dictionary of Greek

  • 2υψίπεδος — η, ο / ὑψίπεδος, ον, ΝΜΑ (για τόπο) αυτός που βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το υψίπεδο επίπεδη, σχετικά, ορεινή περιοχή που βρίσκεται σε μεγάλο υψόμετρο και κατ επέκταση εκτεταμένο οροπέδιο (α. «το υψίπεδο τού Θιβέτ» β. «τα… …

    Dictionary of Greek