πλατύτερος
1πλατύτερος — πλατύς wide masc nom sg …
2Πλατυτέρα — η, Ν εκκλ. ονομασία εικόνας τής Παναγίας που εικονογραφείται στο εσωτερικό τής κόγχης τού Αγίου Βήματος τών ναών, γιατί η Θεοτόκος με τη γέννηση τού Χριστού, ένωσε τον ουρανό με τη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού συγκρ.… …
3παλαιογεωγραφία — Κλάδος της γεωλογίας, που ερμηνεύει και συσχετίζει τα δεδομένα των στρωματογραφικών, τεκτονικών και παλαιοντολογικών παρατηρήσεων, με σκοπό να αναπαραστήσει τη διαμόρφωση των ξηρών, όπως αναδύθηκαν κατά τους περασμένους γεωλογικούς χρόνους. Οι… …
4πλατύνω — ΝΜΑ, πλαταίνω Ν [πλατύς] καθιστώ κάτι πλατύ ή πλατύτερο το επεκτείνω κατά πλάτος, φαρδαίνω (α. «πλαταίνουν τον δρόμο» β. «πλατύνουσι γὰρ τὰ φυλακτήρια αὐτῶν», ΚΔ) νεοελλ. 1. (αμτβ.) γίνομαι πλατύς ή πλατύτερος απ ὁ,τι ήμουν, ευρύνομαι,… …
5Αλντάν — Ποταμός (2.250 χλμ.) της Ρωσίας, που διασχίζει την αυτόνομη Δημοκρατία της Γιακουτίας (ΝΑ Σιβηρία), δεξιός παραπόταμος του Λένα. Πηγάζει από τις δυτικές πλαγιές των ορέων Στανοβόι και ρέει στα ΒΑ και στα Α κατά μήκος του οροπεδίου Αλντάν. Περνά… …
6Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… …