πλατύς
1πλατύς — wide masc nom sg …
2πλατύς — (I) ιά, ύ, θηλ., και εία / πλατύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, ιων. τ. θηλ. πλατέα Α αυτός που έχει πλάτος σχετικά μεγάλο, ευρύς, φαρδύς νεοελλ. 1. μτφ. α) (για πρόσ.) αυτός τού οποίου η σκέψη αγκαλιάζει ευρείες περιοχές τού πνεύματος, που μπορεί να εξετάσει… …
3πλατύς, -ιά, -ύ — 1. ο ευρύχωρος, φαρδύς, ευρύς. 2. μτφ., λεπτομερειακός: Πλατιά ενημέρωση του κοινού …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Πλατύς Γιαλός — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Μικρός παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Μήλου, του νομού Κυκλάδων. Βρίσκεται στα νότια παράλια της Σίφνου. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Απολλωνίας. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία… …
5πλατέα — πλατύς wide neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πλατέᾱ , πλατύς wide fem nom/voc/acc dual (epic ionic) πλατύς wide fem nom/voc sg (epic ionic) …
6πλατυτέρω — πλατύς wide masc/neut nom/voc/acc dual πλατύς wide masc/neut gen sg (doric aeolic) …
7πλατυτέρων — πλατύς wide fem gen pl πλατύς wide masc/neut gen pl …
8πλατυτέρως — πλατύς wide adverbial πλατύς wide masc acc pl (doric) …
9πλατύ — πλατύς wide masc voc sg πλατύς wide neut nom/voc/acc sg …
10πλατύτατον — πλατύς wide masc acc sg πλατύς wide neut nom/voc/acc sg …