πλατείᾳ τῇ χειρί

  • 1πλατήορ — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ πλατείᾳ τῇ χειρὶ πατάξαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το πλατύς] …

    Dictionary of Greek