πλατανίστινα
1πλατανίστινα — πλατανίστινος neut nom/voc/acc pl …
2πλατανίστινος — η, ον, Α φρ. «πλατανίστινα μήλα» (στη Μικρά Ασία) είδος μήλων κατώτερης ποιότητας με τα οποία έτρεφαν τους χοίρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατάνιστος (βλ. πλάτανος) + κατάλ. ινος, πρβλ. παπύρ ινος] …