πλατέα
1Πλατέα — Πλατέᾱ , Πλατέη fem nom/voc/acc dual Πλατέᾱ , Πλατέη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2πλατέα — πλατύς wide neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πλατέᾱ , πλατύς wide fem nom/voc/acc dual (epic ionic) πλατύς wide fem nom/voc sg (epic ionic) …
3πλατέα — η βλ. πλατεία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4πλάτεα — πλάτης platform masc acc sg (epic ionic) πλάτος breadth neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …
5πλατέ' — πλατέα , πλατύς wide neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πλατέα , πλατύς wide fem nom/voc sg (epic ionic) πλατέϊ , πλατύς wide masc/neut dat sg πλατέαι , πλατύς wide fem nom/voc pl (epic ionic) …
6Πλατέας — Πλατέᾱς , Πλατέη fem acc pl Πλατέᾱς , Πλατέη fem gen sg (attic doric aeolic) …
7Πλατέ' — Πλατέᾱͅ , Πλατέη fem dat sg (attic doric aeolic) …
8Πλατέαν — Πλατέᾱν , Πλατέη fem acc sg (attic doric aeolic) …
9πλατέας — πλατέᾱς , πλατύς wide fem acc pl (epic ionic) πλατύς wide masc acc pl (epic ionic) …
10πλατύς — (I) ιά, ύ, θηλ., και εία / πλατύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, ιων. τ. θηλ. πλατέα Α αυτός που έχει πλάτος σχετικά μεγάλο, ευρύς, φαρδύς νεοελλ. 1. μτφ. α) (για πρόσ.) αυτός τού οποίου η σκέψη αγκαλιάζει ευρείες περιοχές τού πνεύματος, που μπορεί να εξετάσει… …
- 1
- 2