πλαστικός
51χυτός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο χυμένος, ο σκόρπιος, ο άταχτος. 2. στα μέταλλα, αυτός που έλιωσε και χύθηκε σε καλούπια. 3. αυτός που κατασκευάστηκε με το λιώσιμο και χύσιμο μετάλλου: Δεν είναι με το χέρι σκαλισμένο, είναι χυτό. 4. στο ανθρώπινο σώμα,… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
52plástico — plástico, ca (Del lat. plastĭcus, y este del gr. πλαστικός). 1. adj. Perteneciente o relativo a la plástica. 2. Capaz de ser modelado. Arcilla plástica. 3. Dicho de un material: Que, mediante una compresión más o menos prolongada, puede cambiar… …
Страницы