πλαστικός

  • 41πλαστικότητα — Ιδιότητα ορισμένων σωμάτων, με εξωτερική εμφάνιση στερεών σωμάτων (π.χ. ο καθαρός μόλυβδος και τα κράματα του, το γυαλί) τα οποία, όταν υποστούν μηχανική καταπόνηση, παρουσιάζουν παραμόρφωση που αυξάνεται συνεχώς, αν η καταπόνηση παραμένει η ίδια …

    Dictionary of Greek

  • 42πλωτήρας — ο / πλωτήρ, ῆρος, ΝΜΑ νεοελλ. 1. ναυτ. ελαφρό σώμα που επιπλέει στο νερό ή βοηθά άλλο σώμα να διατηρείται στην επιφάνεια τού νερού 2. (αεροπ.) καθεμιά από τα δύο στεγανές λεμβοειδείς κατασκευές που χρησιμεύουν στο να συγκρατούν τα υδροπλάνα πάνω… …

    Dictionary of Greek

  • 43σιφώνιο — το / σιφώνιον, ΝΑ [σίφων, ωνος] νεοελλ. 1. χημ. λεπτός γυάλινος ή πλαστικός σωλήνας βαθμονομημένος, συνήθως, σε κυβικά εκατοστόμετρα και σε υποδιαιρέσεις τους και συχνά διογκωμένος στο μέσον του, που είναι ανοιχτός και στα δύο του άκρα και… …

    Dictionary of Greek

  • 44χυτός — ή, ό / χυτός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που μετά την τήξη χυτεύθηκε σε καλούπι (α. «χυτό μέταλλο» β. «χυτὸς σίδηρος», Αθήν.) 2. (για μαλλιά) αυτός που χύνεται ελεύθερα στους ώμους, που δεν έχει δεθεί ή πλεχθεί (α. «είχε τα μαλλιά της χυτά» β. «χυτὴ… …

    Dictionary of Greek

  • 45Βουργουνδία — (Bourgogne). Διοικητική περιφέρεια (31.582 τ. χλμ., 1.610.067 κάτ. το 1999) της κεντροανατολικής Γαλλίας, η οποία διαιρείται στα διαμερίσματα Ιόν (Yonne), Χρυσή Ακτή (Côte d’Or), Σον ε Λουάρ (Saône et Loire) και Νιέβρ (Nièvre). Η Β. είναι κατά το …

    Dictionary of Greek

  • 46Γότθοι — Αρχαίος γερμανικός λαός που προερχόταν από τη νότια Σκανδιναβία και συγκεκριμένα από την περιοχή που ονομάζεται Γκότλαντ (χώρα των Γότθων). Στις αρχές των χριστιανικών χρόνων ήταν εγκατεστημένοι στις νότιες ακτές της Βαλτικής, που θεωρείται πως… …

    Dictionary of Greek

  • 47καολίνης ή πορσελανίτις γη — Αργιλικό πέτρωμα, το οποίο προέρχεται από χημική εξαλλοίωση των αστρίων που υπάρχουν μέσα σε κρυσταλλοσχιστώδη πετρώματα. Είναι λευκός έως υποκίτρινος και αποτελείται κυρίως από ένα λευκό ορυκτό, τον καολινίτη, μαζί με δικίτη και νακρίτη. Ο κ.… …

    Dictionary of Greek

  • 48ՍՏԵՂԾԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0743 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 10c, 12c գ. κτιστός, κτίσμα creatus, creatura. Արարածական. եղական. եւ Կազմեալ ի հողոյ. արարած. *Զգոյացեալ հոգին թողացուցեր մտանել ի ստեղծական մարմինն. Ճ. ՟Գ.:… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 49μεταμορφώνω — μεταμόρφωσα, μεταμορφώθηκα, μεταμορφωμένος 1. αλλάζω τη μορφή ή το σχήμα κάποιου, μετασχηματίζω: Ο πλαστικός χειρούργος τη μεταμόρφωσε εντελώς. 2. μτφ., αλλάζω τη φύση, τις ιδιότητες, το χαρακτήρα κτλ. κάποιου: Η αγάπη της τον μεταμόρφωσε… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 50τορνευτός — ή, ό 1. αυτός που είναι επεξεργασμένος με τόρνο: Τορνευτό καρεκλοπόδαρο. 2. μτφ., πλαστικός, καλλίγραμμος: Τορνευτές γάμπες …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)