πλαστικός

  • 31ηθοπλαστικός — ή, ό αυτός που είναι κατάλληλος για διάπλαση χρηστού ήθους, που διαπλάσσει το ήθος, που διαμορφώνει τον χαρακτήρα («ηθοπλαστικά διηγήματα»). επίρρ... ηθοπλαστικώς και ηθοπλαστικά με τρόπο ηθοπλαστικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήθος + πλαστικός (< πλάσσω) …

    Dictionary of Greek

  • 32κλείστρο — Μηχανισμός των πυροβόλων όπλων, ο οποίος κλείνει τη θαλάμη και αντιστέκεται στην πίεση των αερίων που παράγονται από την έκρηξη της γόμωσης. Η ιδέα της γόμωσης από τη θαλάμη εμφανίστηκε όταν σχεδιάστηκαν τα πρώτα πυροβόλα, αλλά η πρωτόγονη… …

    Dictionary of Greek

  • 33κουβαρίστρα — η 1. κύλινδρος ξύλινος ή χάρτινος ή πλαστικός γύρω από τον οποίο είναι τυλιγμένο νήμα ραψίματος, καρούλι, πηνίο 2. (αλιευτ.) εξάρτημα που προσαρμόζεται στο αλιευτικό καλαμίδι και τό κάνει αποδοτικότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουβαρίζω + κατάλ. τρα (πρβλ …

    Dictionary of Greek

  • 34ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …

    Dictionary of Greek

  • 35ξενοπλαστικός — ή, ό βιολ. (για μόσχευμα ή μεταμόσχευση) αυτός που τελείται μεταξύ δύο διαφορετικών ζωικών ειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xenoplastic < ξένος + πλαστικός (< πλάσσω)] …

    Dictionary of Greek

  • 36ομοιοπλαστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ομοιοπλασία 2. το θηλ. ως ουσ. η ομοιοπλαστική ιατρ. χειρουργική επέμβαση με τη χρησιμοποίηση ομοιομοσχεύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. homeoplastic < ομοι(ο) * + πλαστικός (< πλαστός… …

    Dictionary of Greek

  • 37πλαστιζέλ — το, Ν άκλ. τεχνολ. πλαστικό υλικό, παραγόμενο με τη διασπορά κόκκων πολυβινυλοχλωριδίου μέσα σε πλαστικοποιητή στον οποίο έχει προστεθεί ζελατινοποιητής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. plastigel < πλαστικός + gel (< gelatin… …

    Dictionary of Greek

  • 38πλαστιζόλ — το, Ν άκλ. τεχνολ. πολτώδης μάζα παραγόμενη με τη διασπορά λεπτής σκόνης πολυβινυλοχλωριδίου μέσα σε έναν ή περισσότερους πλαστικοποιητές. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. plastisol < plastic (< πλαστικός) + sol (< solution «λύση»)] …

    Dictionary of Greek

  • 39πλαστικάριος — ὁ, Α πιθ. αγγειοπλάστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστικός + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius), πρβλ. μουσι άριος] …

    Dictionary of Greek

  • 40πλαστικοποιώ — Ν 1. (χημ. τεχνολ.) διενεργώ πλαστικοποίηση, εισάγω πλαστικοποιητή μεταξύ τών μακρομοριακών αλυσίδων ενός πολυμερούς 2. καλύπτω επιφάνεια με πλαστικό φύλλο ή βερνίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστικός + ποιώ (< ποιός < ποιώ). Η λ. αποτελεί απόδοση… …

    Dictionary of Greek