πλαστικός

  • 21πλαστικωτέρα — πλαστικωτέρᾱ , πλαστικός fit for moulding fem nom/voc/acc comp dual πλαστικωτέρᾱ , πλαστικός fit for moulding fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 22Plastic — is the general common term for a wide range of synthetic or semisynthetic organic solid materials suitable for the manufacture of industrial products. Plastics are typically polymers of high molecular weight, and may contain other substances to… …

    Wikipedia

  • 23Matière plastique — Les matières plastiques font désormais partie de notre quotidien. Certains polymères ont été découverts fortuitement. Une matière plastique ou en langage courant un plastique est un mélange contenant une matière de base (un polymère) qui est… …

    Wikipédia en Français

  • 24Plástico — (Del gr. plastikos , relativo a modelar.) ► adjetivo/ sustantivo masculino 1 QUÍMICA Se aplica al material sintético que es moldeable con facilidad y se compone de celulosa, proteínas y resinas entre otras sustancias: ■ el plástico le gusta más… …

    Enciclopedia Universal

  • 25Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …

    Dictionary of Greek

  • 26ακρόπολη — Οχυρή θέση, συνήθως ύψωμα (λόφος), που στην Ελλάδα και την ηπειρωτική και τα νησιά αλλά και στη δυτική Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, από τους πανάρχαιους χρόνους, το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι των γύρω συνοικισμών ως καταφύγιο σε …

    Dictionary of Greek

  • 27αλλοπλαστική — η η χρησιμοποίηση νεκρού υλικού (μέταλλο, συνθετική ουσία) σε πλαστικές εγχειρήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αλλο * + πλαστική, θηλ. τού πλαστικός, πρβλ. αγγλ. alloplasty] …

    Dictionary of Greek

  • 28διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …

    Dictionary of Greek

  • 29ετεροπλαστική — η εγχείρηση κατά την οποία χρησιμοποιείται ετερόλογο μόσχευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heteroplastic < hetero (πρβλ. ετερο *) + plastic (πρβλ. πλαστικός)] …

    Dictionary of Greek

  • 30ζάρι — Μικρός κύβος, κοκάλινος ή από ελεφαντόδοντο ή πλαστικός, με στίγματα σε καθεμία από τις έξι όψεις του, που συμβολίζουν τους αριθμούς από το 1 έως το 6. Χρησιμοποιείται σε τυχερά παιχνίδια. Τα ζ. ήταν γνωστά από την αρχαιότητα, και οι Έλληνες τα… …

    Dictionary of Greek