πλαστικός
11πλαστικούς — πλαστικός fit for moulding masc acc pl …
12πλαστικωτάτη — πλαστικός fit for moulding fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …
13πλαστικῆς — πλαστικός fit for moulding fem gen sg (attic epic ionic) …
14πλαστικῇ — πλαστικός fit for moulding fem dat sg (attic epic ionic) …
15πλαστική — πλαστικός fit for moulding fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
16πλαστικήν — πλαστικός fit for moulding fem acc sg (attic epic ionic) …
17πλαστικῶς — πλαστικός fit for moulding adverbial …
18πλαστικῷ — πλαστικός fit for moulding masc/neut dat sg …
19πλαστικώτεροι — πλαστικός fit for moulding masc nom/voc comp pl …
20δωρικός ρυθμός — Ο αρχαιότερος από τους τρεις ρυθμούς της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής· οι άλλοι δύο είναι ο ιωνικός και o κορινθιακός. Πήρε την ονομασία του από τους Δωριείς και διαμορφώθηκε στην Ελλάδα και στις ελληνικές αποικίες της νότιας Ιταλίας και της… …