πλακόεις

  • 11πλάκα — I Αθηναϊκή συνοικία στους ανατολικούς και τους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης. Η συνοικία αυτή ήταν το κέντρο της Αθήνας από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης ως τα τελευταία της βασιλείας του Όθωνα. Το όνομά της οφείλεται σε μεγάλη ενεπίγραφη… …

    Dictionary of Greek

  • 12πλακούς — Σαρκώδης μάζα με σπογγώδη σύσταση και στρογγυλό σχήμα, που αποτελεί μέρος του ωού των θηλαστικών. Με τη μια από τις επιφάνειές του συμφύεται με το εσωτερικό τοίχωμα της μήτρας και με την άλλη δέχεται τα ομφαλικά αγγεία, διαιρείται δε σε πολλούς… …

    Dictionary of Greek

  • 13plā-k-1: plǝ-k-, ple-k- : plō̆ -k-, plei-k- and pelǝ-g- : plā-g- : plǝ-g- —     plā k 1: plǝ k , ple k : plō̆ k , plei k and pelǝ g : plā g : plǝ g     English meaning: wide and flat     Deutsche Übersetzung: “breit and flach, ausbreiten”     Note: extension from pelǝ S. 805     Material: Gk. πλάξ, κός ‘surface, plain,… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary