πλαγά
1πλαγά — ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. πληγή …
2πλαγᾷ — πλᾱγᾷ , πληγή blow fem dat sg (doric aeolic) …
3πλαγά — πλᾱγά̱ , πληγή blow fem nom/voc/acc dual (doric) πλᾱγά̱ , πληγή blow fem nom/voc sg (doric aeolic) …
4ζερβόπλαγα — επίρρ. πλαγίως προς τα αριστερά («τούτη είναι η Μέγαιρα ζερβόπλαγα μας», Καζαντζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζερβά + πλαγα (< πλάγια)] …
5παράμουσος — ον, Α 1. παράφωνος 2. δριμύς, αυστηρός («παράμουσος ἄτας αἱματόεσσα πλαγά», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μοῦσα] …
6πλήττω — και πλήσσω ΝΜΑ καταφέρω πλήγμα, χτυπώ κάποιον με κάτι νεοελλ. 1. τραυματίζω, πληγώνω 2. καταλαμβάνομαι από ανία, αισθάνομαι πλήξη, βαριέμαι 3. στενοχωριέμαι, μελαγχολώ 4. μτφ. πληγώνω ψυχικώς («τὸν έπληξε μεγάλη συμφορά») αρχ. 1. (για τον Δία)… …
7στονόεις — και στενόεις εσσα, εν, Α 1. αυτός που προκαλεί κλάμα με αναστεναγμούς (α. «στονόεντος ἐν τομᾷ σιδάρου» Σοφ. β. «στονόεσσα πλαγά», Αισχύλ. γ. «βέλεα στονόεντα», Ομ. Ιλ.) 2. γεμάτος στεναγμούς, θλιβερός, θρηνώδης (α. «Παιὰν δὲ λάμπει στονόεσσα τε… …