πλίξις

  • 1πλίξις — εως, ἡ, Α 1. άνοιγμα τών ποδιών προς βάδισμα, βήμα 2. τάνυσμα, τέντωμα 3. (κατά το λεξ. Σούδα) (ως μέτρο μεγέθους) το άνοιγμα τού χεριού, η σπιθαμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλιξ τού πλίσσω/πλίσσομαι «βηματίζω» (πρβλ. πλίξ, αόρ. ἀπ ε πλίξ ατο) + κατάλ.… …

    Dictionary of Greek