πλήμμη

  • 1πλήμμη — και πλήμη, η, ΝΜΑ, και πλήσμη Α η πλημμυρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πλήμη < θ. πλη τού πίμ πλη μι* + κατάλ. μη, ο τ. πλήσμη < θ. πλησ (πρβλ. παθ. αόρ. ἐ πλήσ θην), ενώ ο τ. πλήμμη κατ επίδραση του τ. πλημμυρίς] …

    Dictionary of Greek

  • 2πλήμη — η, ΝΜΑ βλ. πλήμμη …

    Dictionary of Greek