Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

πλέκω

  • 1 πλέκω

    [плэко] р. плести, сплетать, вязать.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πλέκω

  • 2 сплетать

    πλέκω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сплетать

  • 3 заплести

    -плету, -плетешь, παρλθ. χρ. заплел
    -плела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. -плетший τταθ. μτχ. παρλθ. χρ. -плетенный, βρ: -тен, -тена, -тено ρ.σ.μ.
    1. πλέκω•

    заплести волосы πλέ-νιω τα μαλλιά•

    заплести косы πλέκω κοτσίδες•

    заплести вен-ш πλέκω στεφάνια•

    заплести кружево πλέκω δαντέλα.

    2. τυλύγω, καλύπτω, περιβάλλω.
    3. °Φχίζω να πλέκω.
    -ись
    βλ. заплетаться.

    Большой русско-греческий словарь > заплести

  • 4 плести

    плету, плетшь, παρλθ. χρ. плёл, плела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. плетший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. плетённый, βρ: -тён, -тена, -тено
    ρ.δ.μ.
    1. πλέκω•

    плести корзину πλέκω καλάθι•

    плести венки πλέκω στεφάνια•

    плести косу πλέκω κοσιδα (πλεξούδα)•

    плести кружева πλέκω δαντέλες.

    2. μτφ. μηχανορραφώ, δολοπλοκώ, ραδιουργώ, εξυφαίνω. || διαδίνω. || λέγω ανοησίες.
    1. πλέκομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. αργοβαδίζω παραπαίω, τρικλίζω.
    εκφρ.
    плести в обозе ή в хвост – σέρνομαι τελευταίος, είμαι ουραγός.

    Большой русско-греческий словарь > плести

  • 5 вить

    вью, вьёшь, παρλθ. χρ. вил, -а,вило προστκ. вей, παθ. μτχ. витый, βρ: вит, -а, -о, ρ.δ.μ.
    1. πλέκω, συστρέφω•

    вить веревку πλέκω τριχιά•

    вить венки πλέκω στεφάνια.

    || κουβαριάζω, μαζεύω κουβάρι•

    вить пряжу μαζεύω το νήμα κουβάρι•

    вить шелк περιτυλίγω το μετάξι.

    || κάμπτω, λυγίζω (το σώμα ή μέλος αυτού).
    εκφρ.
    вить веревки из (кого) – κάνω όπως θέλω (κάποιον).
    1. περιπλέκομαι, περιτυλίγομαι, ελίσσομαι, συστρέφομαι•

    у него волосы вьются от природы τα μαλλιά του είναι κατσαρά μόνα τους (από τη φύση)•

    плющ вьется ο κισσός περιτυλίγεται•

    вьется пыль из-под копыт коней κλωθανεβαίνει η σκόνη από τις οπλές των αλόγων.

    2. στροβιλίζω•

    снег -ется το χιόνι στροβιλίζει•

    орел вьется над горой ο αετός στριφογυρίζει πάνω απ’ το βουνό.

    3. περιστρέφομαι, γυρίζω, στριφογυρίζω•

    дети вьются около матери τα παιδιά στριφογυρίζουν στη μάνα τους.

    4. πλέκομαι, συστρέφομαι•

    веревки вьются из пеньки οι τρίχες πλέκονται από καννάβι.

    Большой русско-греческий словарь > вить

  • 6 вывязать

    -яжу, -яжешь, ρ.σ.μ.
    1. πλέκω•

    -цветы на кофте πλέκω λουλούδια στη ζακέττα.

    2. πλέκω με πληρωμή, κερδίζω με το πλέξιμο.

    Большой русско-греческий словарь > вывязать

  • 7 проплести

    ρ.σ.μ.
    1. εμπλέκω•

    проплести косу лентами πλέκω στην. πλεξούδα κορδέλες.

    2. πλέκω (για ένα χρον. διάστημα)•

    проплести кружева целый день πλέκω δαντέλες όλη τη μέρα.

    Большой русско-греческий словарь > проплести

  • 8 сплести

    ρ.σ.μ.
    1. πλέκω•

    сплести кружево πλέκω δαντέλα•

    сплести венок πλέκω στεφάνι.

    2. συμπλέκω-συνδέω•

    сплести концы вервки συμπλέκω τις άκρες της τριχιάς.

    || περιπλέκω. || μτφ. συνυφαίνω.
    3. συνθέτω• κατασκευάζω-
    επινοώ.
    περιπλέκομαι. || συμπλέκομαι• τυλίγομαι. || μτφ. αλληλοσυνδέομαι, συγχωνεύομαι, ενώνομαι, ενοποιούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > сплести

  • 9 вязать

    вязать (на спицах и т. л.) πλέκω
    * * *
    (на спицах и т. п.) πλέκω

    Русско-греческий словарь > вязать

  • 10 коса

    I коса Ι ж (волос) η πλεξούδα· заплести косы πλέκω τις κοτσίδες II коса II ж с.-х. το δρέπανο, το δρεπάνι
    * * *
    I ж
    ( волос) η πλεξούδα

    заплести́ ко́сы — πλέκω τις κοτσίδες

    II ж с.-х
    το δρέπανο, το δρεπάνι

    Русско-греческий словарь > коса

  • 11 ввязать

    ввязать
    сов, ввязывать цесов
    1. πλέκω, πλέκω πάνω σέ κάτι ἄλλο;
    2. перен разг (впутывать) ἀνακατώνω, περιπλέκω, μπλέκω, μπερδεύω.

    Русско-новогреческий словарь > ввязать

  • 12 вить

    вить
    несов στρίβω, πλέκω, συστρέφω:
    \вить веревку πλέκω σχοινί· \вить гнездо́ χτίζω φωλιά.

    Русско-новогреческий словарь > вить

  • 13 ввить

    вовью, вовьешь, παρλθ. χρ. ввил, -ла, -ввило, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ввитый, βρ: ввит, -а, ввито, ρ.σ.μ.
    πλέκω μέσα, εμπλέκω•

    ввить ленту в венок πλέκω κορδέλλα μέσα ατό στεφάνι.

    πλέκομαι μέσα, εμπλέκομαι.

    Большой русско-греческий словарь > ввить

  • 14 ввязать

    ввяжу, ввяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ввязанный, βρ: -зан, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. εμπλέκω, πλέκω μέσα, συνδέω πλέκοντας•

    ввязать пятку в чулок πλέκω φτέρνα στην κάλτσα.

    2. μτφ. μπλέκω, τυλύγω, μπερδεύω• ввязать кого-н. в неприятное дело μπλέκω κάποιον σε παλιοδουλιά.
    παίρνω μέρος, αναμιγνύομαι, μπερδεύομαι, ανακατεύομαι, μπλέκομαι.

    Большой русско-греческий словарь > ввязать

  • 15 вплести

    вплету, -тёшь, παρλθ. χρ. вплел, вплела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. вплетший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вплетенный, βρ: -тен, -тена, -тено
    ρ.σ.μ.
    εμπλέκω, πλέκω μέσα•

    вплести ленту в косу πλέκω ταινία (κορδέλλα) μέσα, στην πλεξούδα.

    || μτφ. μπλέκω, τυλίγω, αναμιγνύω, ανακατεύω•

    зачем ты вплел меня в эту аферу? γιατί μ’ ανακάτεψες σ’ αυτή την κομπίνα.

    εμπλέκομαι, τυλίγομαι, κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > вплести

  • 16 вязать

    -жу, -жешь, μτχ. ενστ. вяжущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вязанный, βρ: -зан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. δένω•

    вязать руки буяну δένω τα χέρια του καυγατζή•

    вязать снопы δένω δεμάτια, δεματιάζω.

    || μτφ. περιορίζω.
    2. πλέκω•

    вязать носки πλέκω κάλτσες.

    3. στύφω, είμαι στυφός•

    вязать во рту -ет το στόμα μου είναι στυφό.

    4. συνδέω, δένω•

    вязать кирпичи цементом δένω τα τούβλα με τσιμέντο.

    1. δένομαι.
    2. πλέκομαι.
    3. συνδέομαι, δένω, πιάνω.
    4. μτφ. αντιστοιχώ, ταιριάζω•

    дело не -ется η υπόθεση δεν πάει καλά, δε στρώνει.

    Большой русско-греческий словарь > вязать

  • 17 завить

    -вью, -вьешь, παρλθ. χρ. завил, -ла, -ло; προστκ. завей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завитый, βρ: -вит, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    κατσαρώνω, σγουραίνχο, βοστρυχίζω, κάνω μπούκλες• στρίβω. || πλέκω•

    завить венки πλέκω στεφάνια.

    || περιτυλίγω, περιελίσσω.
    εκφρ.
    завить горе веревочкой – πνίγω τη θλίψη.
    1. βλ. ρ. ενεργ.
    2. στρίβομαι, κλώθομαι.
    3. οντουλάρομαι.
    4. αρχίζω να περιπλέκομαι κλπ. ρ. βλ. виться.

    Большой русско-греческий словарь > завить

  • 18 навить

    -вью, -вьшь, παρλθ. χρ. навил, -ла, -ло, προστκ. навей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. навитый, βρ: -вит, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. περιτυλίγω, μαζεύω κλωστή πηνίζω καρουλιάζω, μασουρίζω.
    2. κατσαρώνω, σγουραίνω, βοστρυχίζω, οντουλάρω.
    3. πλέκω•

    навить канатов πλέκω καραβόσχοινα.

    4. συσσωρεύω, μαζεύω.
    5. (διαλκ.) γεμίζω φορτώνω (με το δικράνι κάρο, έλκυθρο κ.τ.τ.).
    περιτυλίγομαι, πηνίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > навить

  • 19 обвязать

    -яжу, -яжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обвязанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (περι)δένω.
    2. περιπλέκω, πλέκω ολόγυρα.
    3. (απλ.) πλέκω τα απαραίτητα για κάποιον
    1. (περί)δένομαι.
    2. περιπλέκομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обвязать

  • 20 провязать

    ρ.σ. πλέκω (ένα χρον. διάστημα)•

    Большой русско-греческий словарь > провязать

См. также в других словарях:

  • πλέκω — plait pres subj act 1st sg πλέκω plait pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέκω — πλέκω, έπλεξα βλ. πίν. 25 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πλέκω — (I) ΝΜΑ, διαλ. τ. πλέγω και πλέχω Ν 1. κατασκευάζω πλέγματα συστρέφοντας ή περνώντας το ένα μέσα από το άλλο κλαδιά, σχοινιά, καλάμια, νήματα ή άλλο υλικό (α. «πλεγμένα με τα φύλλα τού μυστικού Ελικώνος», Κάλβ. β. «πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν… …   Dictionary of Greek

  • πλεκώ — και σπλεκῶ, όω, Α έρχομαι σε σαρκική μίξη, συνουσιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πλεκῶ με σημ. «έρχομαι σε σαρκική μίξη» έχει σχηματιστεί πιθ. από το ουσ. πλέκος, ενώ ο τ. σπλεκῶ που παραδίδει ο Ησύχιος (απ όπου το ουσ. σπλέκωμα) έχει σχηματιστεί «εκ… …   Dictionary of Greek

  • πλέκω — έπλεξα, πλέχτηκα, πλεγμένος 1. με στρίψιμο ή κατάλληλες κινήσεις κάνω καλάθι, δίχτυ, στεφάνι, δαντέλα, κάλτσα. 2. μτφ., σχεδιάζω, καταστρώνω, ετοιμάζω: Έπλεξαν με λουλούδια στεφάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεπλεγμένα — πλέκω plait perf part mp neut nom/voc/acc pl πεπλεγμένᾱ , πλέκω plait perf part mp fem nom/voc/acc dual πεπλεγμένᾱ , πλέκω plait perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέκετε — πλέκω plait pres imperat act 2nd pl πλέκω plait pres ind act 2nd pl πλέκω plait imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέκῃ — πλέκω plait pres subj mp 2nd sg πλέκω plait pres ind mp 2nd sg πλέκω plait pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέξαι — πλέκω plait aor imperat mid 2nd sg πλέκω plait aor inf act πλέξαῑ , πλέκω plait aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέξον — πλέκω plait aor imperat act 2nd sg πλέκω plait fut part act masc voc sg πλέκω plait fut part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέξω — πλέκω plait aor subj act 1st sg πλέκω plait fut ind act 1st sg πλέκω plait aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»