πλέας

  • 1πλέας — πλέᾱς , πλέος fem acc pl πλέᾱς , πλέος fem gen sg (attic doric aeolic) πλέᾱς , πλέως full fem acc pl πλέᾱς , πλέως full fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2πλείων — πλείον και πλέων, πλέον, ΝΜΑ / πλείων, πλεῑον, αιολ. και δωρ. τ. αρσ. πλήων, αττ. συνηρ. τ. ουδ. πλεῑν και κρητ. τ. πλίον και ιων. τ. πλεῡν και αρκαδ. τ. πλός, Α (ως συγκριτ. βαθμός τού επιθ. πολύς) 1. (σχετικά με ποσότητα, μέγεθος, έκταση και… …

    Dictionary of Greek