πλάταξ
1πλάταξ — the fish masc nom/voc sg …
2πλάταξ — ακος, ὁ, Α (στους Αλεξανδρείς) το ψάρι κορακίνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται μάλλον με το επίθ. πλατύς και το ψάρι έχει ονομαστεί έτσι λόγω τού σχήματός του. Η άποψη ότι η λ. πλάταξ έχει σχηματιστεί από το ρ. πλαταγῶ λόγω τών ήχων που βγάζει το… …
3πλάτακας — πλάταξ the fish masc acc pl …
4πλατάκιον — τὸ, Α [πλάταξ, ακος] υποκορ. τού πλάταξ …
5Platteiße, die — Die Platteiße, plur. die n, eine Art Schollen in der weitern Bedeutung, deren Augen auf der rechten Seite befindlich sind; Pleuronectes Platessa L. Sie haben einen glatten, platt gedrückten Körper, und einen mit sechs Höckern versehenen Kopf, und …
6πλατίστακος — ὁ, Α 1. το ψάρι μύλλος*. το μυλοκόπι 2. το ψάρι σαπέρδης* 3. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) «πλατίστακος τὸ γυναικεῑον αἰδοῑον» 4. χρησιμοποιείται ως λογοπαίγνιο τού Πλάτωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., ονομ. ψαριού η οποία πιθ. συνδέεται με τον τ …