πλάζομαι ὧδ'
1πλάζομαι — πλάζω turn aside pres ind mp 1st sg …
2πλάζομ' — πλάζομαι , πλάζω turn aside pres ind mp 1st sg …
3επιπλάζομαι — ἐπιπλάζομαι (Α) [πλάζομαι] 1. περιπλανιέμαι, περιφέρομαι («πόντον ἐπιπλαγχθείς», Ομ. Οδ.) 2. ενεργ. ἐπιπλάζω επιπλήσσω, επιτιμώ, ελέγχω …
4νανοπλαγκτόν — το μικροσκοπικοί πλαγκτονικοί οργανισμοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nanoplankton < nano < νᾶνος) + plankton (< πλαγκτόν < πλάζομαι «περιφέρομαι, περιπλανιέμαι»] …
5ουρανόπλαγκτος — οὐρανόπλαγκτος, ον (Α) αυτός που περιπλανάται στον ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + πλαγκτός (< πλάζω / πλάζομαι «περιπλανώμαι»), πρβλ. θαλασσό πλαγκτος] …
6παλιμπλάζομαι — (Α) επιστρέφω περιπλανώμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πλάζομαι «περιφέρομαι»] …
7περιπλάζομαι — Μ περιπλανώμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πλάζομαι «πλανιέμαι, απομακρύνομαι από τον σωστό δρόμο»] …
8πλάγγος — ὁ, Α είδος αετού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από θ. πλαγγ τού ρ. πλάζω / πλάζομαι «περιπλανιέμαι» (βλ. λ. πλάζω), με τη σημ. «αυτός που περιπλανάται»] …
9πλάζω — (I) Α (ποιητ. τ.) 1. κάνω κάποιον να περιπλανάται, τόν εκτρέπω από τον δρόμο του και από τον σκοπό του, παραστρατίζω (α. «ἀλλά με δαίμων πλάγξ ἀπὸ Σικανίης δεῡρ ἐλθέμεν», Ομ. Οδ. β. «Σκύρου μὲν ἅμαρτεν, ἵκοντο εἰς Ἐφύραν πλαγχθέν τες», Πίνδ.) 2.… …
10πλάθω — (I) Α (ποιητ. τ.) (το ένεργ και μέσ.) πλάζομαι προσεγγίζω, πλησιάζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από το θ. πλᾱ τής λ. πέλας* (με μηδενισμένο το πρώτο φωνήεν και απαθές το δεύτερο, πρβλ. παρακμ. πέ πλη μαι, παθ. αόρ. ἐ πλά θην) και… …
- 1
- 2