1πιήεις — εσσα, εν, Α (ποιητ. τ.) πίων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῖ αρ «πάχος, λίπος» + κατάλ. ήεις (πρβλ. τολμ ήεις)] …
Dictionary of Greek
2πιήεντα — πῑήεντα , πιήεις neut nom/voc/acc pl πῑήεντα , πιήεις masc acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)