πιτάνα
1Πιτάνα — Πιτάνᾱ , Πιτάνη fem nom/voc/acc dual (doric) Πιτάνᾱ , Πιτάνη fem nom/voc sg (doric aeolic) …
2Πιτάνᾳ — Πιτάναι , Πιτάνη fem nom/voc pl (doric) Πιτάνᾱͅ , Πιτάνη fem dat sg (doric aeolic) …
3Πιτάνας — Πιτάνᾱς , Πιτάνη fem acc pl (doric) Πιτάνᾱς , Πιτάνη fem gen sg (doric aeolic) …
4Πιτανάτιδι — Πιτανά̱τιδι , Πιτανᾶτις fem dat sg …
5Πιτάναν — Πιτάνᾱν , Πιτάνη fem acc sg (doric aeolic) …
6ФИЛА — • Φυλή, племя (колено), обозначение подразделения народа у греков, название, происшедшее, очевидно, из стремления дать отдельным частям народа, равно как и самому народу, генеалогическое происхождение, привести эти части к… …
7Πιτάνη — η, ΝΑ, Α δωρ. τ. Πιτάνα αρχ. 1. μία από τις 12 αιολικές πόλεις τής Μικράς Ασίας στα βορειοανατολικά τής Φώκαιας 2. μία από τις πόλεις τής Λακωνικής κοντά στον Ευρώτα αρχ. (ως προσηγορικό) (στη Σπάρτη) λόχος από 600 περίπου άνδρες, ο οποίος… …
8Πιτάναι — Πιτάνη fem nom/voc pl (doric) Πιτάνᾱͅ , Πιτάνη fem dat sg (doric aeolic) …